Γράφει ο Άγγελος Αλεξόπουλος
Μετά την οικονομική κρίση του 2008, η Ιρλανδία και η Ελλάδα βρέθηκαν σε κρίσιμο σταυροδρόμι. Και οι δύο βυθίστηκαν στη δίνη της οικονομικής αναταραχής, αντιμετωπίζοντας εκτίναξη της ανεργίας, κατάρρευση της δημόσιας εμπιστοσύνης και σκληρή εποπτεία από διεθνείς δανειστές. Ωστόσο, σήμερα οι δύο χώρες παρουσιάζουν εντυπωσιακά διαφορετικές εικόνες.
Η Ιρλανδία όχι μόνο ανέκαμψε οικονομικά, αλλά μέσω τολμηρών βημάτων υπέστη μια μεταμόρφωση που διείσδυσε στον κοινωνικό της ιστό. Επιβεβαίωσε την ικανότητά της να μαθαίνει και να επαναπροσδιορίζει την ταυτότητά της όταν οι καιροί το απαιτούν.
Ας εξετάσουμε μερικά ορόσημα των τελευταίων ετών –μαθήματα που η χώρα μας θα μπορούσε να είχε αξιοποιήσει, αν τολμούσε –καθένα εκ των οποίων σηματοδοτεί μια άσκηση αντιπαράθεσης με την ιστορία και προώθησης προς ένα πιο συμπεριληπτικό, ανθεκτικό και ελπιδοφόρο μέλλον.
Το 2015, ο ιρλανδικός λαός ψήφισε σε ένα ιστορικό δημοψήφισμα που νομιμοποίησε τον γάμο μεταξύ ομοφύλων – το εντυπωσιακό 62% είπε “ναι” στην ισότητα. Για μια χώρα ιστορικά κυριαρχούμενη από την Καθολική Εκκλησία, αυτό δεν ήταν εύκολο. Ωστόσο, αντιμετωπίζοντας την ηθική αναγκαιότητα, η Ιρλανδία επέλεξε την πρόοδο, γινόμενη η πρώτη χώρα στον κόσμο που νομιμοποίησε τον γάμο ομοφύλων μέσω λαϊκής ψήφου. Δεν ήταν θέμα μόδας ή προσπάθειας να ακολουθήσει δυτικές τάσεις· ήταν θέμα αναγνώρισης και κατοχύρωσης των δικαιωμάτων όλων των πολιτών της με νόμο, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε πρόκληση στο θεσμό της Εκκλησίας.
Στην Ελλάδα, η πρόοδος στα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ+ παραμένει δέσμια πολιτικής διστακτικότητας και κοινωνικής αμφιθυμίας. Η νομιμοποίηση των συμφώνων συμβίωσης για ομόφυλα ζευγάρια το 2015 ήταν ένα θετικό βήμα, αλλά η χώρα εξακολουθεί να υστερεί στην πλήρη ένταξη των ΛΟΑΤΚΙ+ πολιτών, συχνά επιτρέποντας βαθιά ριζωμένες προκαταλήψεις να επιβραδύνουν την αλλαγή. Η αντίθεση με την Ιρλανδία δεν έγκειται στις αξίες του λαού, αλλά στην αποφασιστικότητα των πολιτικών ηγετών να προωθήσουν την αλλαγή, ακόμη και όταν αυτό σημαίνει αντιπαράθεση με την Εκκλησία.
Παρομοίως, ο τρόπος με τον οποίο η Ιρλανδία αντιμετώπισε τα τραύματα του παρελθόντος καταδεικνύει τη δύναμη της συλλογικής επιθυμίας για επούλωση και συνέχεια. Οι αποκαλύψεις για την εκτεταμένη σεξουαλική κακοποίηση εντός της Καθολικής Εκκλησίας συγκλόνισαν τη χώρα. Αντί να θάψει το θέμα κάτω από στρώματα άρνησης, η Ιρλανδία επέλεξε τη διαφάνεια. Συντάχθηκαν αναφορές, αναγνωρίστηκαν οι κακοποιήσεις, εκδόθηκαν δημόσιες συγγνώμες και ξεκίνησε η ηθική αποζημίωση. Ήταν –και εξακολουθεί να είναι– μια επίπονη διαδικασία. Αλλά με την αποδοχή της ευθύνης, η Ιρλανδία έθεσε ένα ισχυρό παράδειγμα για το πώς ένα έθνος μπορεί να αρχίσει να θεραπεύεται από ένα βαθύ θεσμικό τραύμα.
Η Ελλάδα έχει τις δικές της συστηματικές σκανδαλώδεις υποθέσεις, από τη διαφθορά στους πολιτικούς θεσμούς έως τις περιπτώσεις κακοποίησης εντός ή περιφερειακά της Εκκλησίας. Ωστόσο, η κουλτούρα της λογοδοσίας παραμένει εμβρυακή. Χωρίς δημόσια αναγνώριση, δεν μπορεί να υπάρξει αντιπαράθεση. Χωρίς αντιπαράθεση, η επούλωση παραμένει μακρινή ελπίδα.
Σε οικονομικό επίπεδο, η αντίδραση της Ιρλανδίας στην κρίση χαρακτηρίστηκε από αποφασιστικότητα και δύσκολες επιλογές. Αντιμέτωπη με την κατάρρευση του τραπεζικού της συστήματος, αποδέχθηκε τους όρους του πακέτου διάσωσης και εφάρμοσε αυστηρές μεταρρυθμίσεις. Μέχρι το 2013, είχε εξέλθει επιτυχώς από το πρόγραμμα διάσωσης, αναδυόμενη ως κόμβος καινοτομίας και τεχνολογίας. Οι υψηλές βαθμολογίες στον Ευρωπαϊκό Δείκτη Καινοτομίας και στον Δείκτη Οικονομικής Ελευθερίας αντανακλούν ένα ευνοϊκό περιβάλλον για επιχειρηματικότητα και ανάπτυξη. Παρόλο που υπάρχουν επικρίσεις σχετικά με τις φορολογικές ρυθμίσεις των πολυεθνικών που διογκώνουν τα στοιχεία του ΑΕΠ, οι απτές βελτιώσεις στην απασχόληση, στους μισθούς και στο βιοτικό επίπεδο είναι αδιαμφισβήτητες.
Η Ελλάδα επίσης έλαβε διεθνή πακέτα διάσωσης, αλλά η εμπειρία της δεν θα μπορούσε να είναι πιο διαφορετική. Τα μέτρα λιτότητας συναντήθηκαν με ταραχές, κυβερνήσεις ανέβηκαν και έπεσαν, και η χώρα βυθίστηκε σε παρατεταμένη ύφεση. Ενώ η Ιρλανδία βγήκε ισχυρότερη, η πορεία της Ελλάδας σημαδεύτηκε από αντίσταση στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και κοινωνική απροθυμία –όσο κατανοητή κι αν ήταν– να αναλάβει τα βάρη που επέβαλαν οι πιστωτές της. Η παρατεταμένη αγωνία της οικονομικής κρίσης της Ελλάδας υπογράμμισε τόσο την έλλειψη πολιτικής συναίνεσης όσο και την απουσία οράματος για ένα διαφορετικό μέλλον, εμμένοντας νοσταλγικά στις ανέσεις του παρελθόντος αντί της υπόσχεσης για μια συνολική επανεκκίνηση σε οικονομικά ρεαλιστικές και κοινωνικά δίκαιες βάσεις.
Το πιο πρόσφατο παράδειγμα της εξελισσόμενης κοινωνικής συνείδησης της Ιρλανδίας βρίσκεται στην τολμηρή προσπάθειά της να αντιμετωπίσει τις βλαβερές συνέπειες του αλκοόλ – ένα ζήτημα σχεδόν ταυτισμένο με την ιρλανδική ταυτότητα. Το 2018, η κυβέρνηση εισήγαγε τον Νόμο για τη Δημόσια Υγεία (Αλκοόλ), σχεδιασμένο να μειώσει την κατανάλωση και να περιορίσει τις κοινωνικές επιπτώσεις μέσω μέτρων όπως η ελάχιστη τιμή μονάδας και οι περιορισμοί στη διαφήμιση. Αλλά ίσως η πιο φιλόδοξη πτυχή είναι η πρόσφατη απόφαση να εισαγάγει επίσημες προειδοποιήσεις στις ετικέτες των ποτών, συνδέοντας ξεκάθαρα την κατανάλωση αλκοόλ με τον καρκίνο. Αυτό το μέτρο, που θα εφαρμοστεί το 2026, θα καταστήσει την Ιρλανδία την πρώτη χώρα στον κόσμο που θα κάνει ένα τέτοιο βήμα. Η κίνηση θεωρείται πολλά υποσχόμενη από τους ειδικούς του ΠΟΥ, οι οποίοι πιστεύουν ότι θα μπορούσε να αποτελέσει παράδειγμα για άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Εδώ έχουμε μια χώρα πρόθυμη να αντιμετωπίσει τις άβολες αλήθειες της, μια κοινωνία που, ενώ συνδέεται συχνά με την κουλτούρα των παμπ και της Guinness, επιλέγει να προτάξει τη δημόσια υγεία, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει αντίθεση σε μια βαθιά ριζωμένη εθνική ταυτότητα.
Η Ελλάδα αντιμετωπίζει παρόμοιες προκλήσεις με τα υψηλά ποσοστά καπνίσματος, μεταξύ των υψηλότερων στην Ευρώπη. Αν και οι νόμοι κατά του καπνίσματος σε δημόσιους χώρους υπάρχουν εδώ και χρόνια, η αποτελεσματική εφαρμογή τους παραμένει ασυνεπής. Και πάλι, είναι θέμα πολιτικής βούλησης – η προθυμία να αντιμετωπιστούν οι “αγαπημένες” αλλά βλαβερές πτυχές μιας εθνικής κουλτούρας και η αποφασιστικότητα να εφαρμοστούν μη δημοφιλείς πολιτικές. Οι πρόσφατες προσπάθειες δείχνουν ελπίδα, αλλά η καθυστέρηση υπογραμμίζει ένα ευρύτερο ζήτημα: τη δυσκολία αντιμετώπισης παγιωμένων πολιτισμικών συνηθειών για το κοινό καλό.
Η ιστορία της απόκλισης των δύο χωρών δεν είναι θέμα εγγενούς εθνικής αρετής, αλλά θέμα πολιτικής βούλησης και προθυμίας να αντιμετωπίσουν τις δύσκολες, ιδιαίτερες αλήθειες τους. Συνεπώς, ο τίτλος του άρθρου δεν αποτελεί έκκληση για μίμηση αλλά για δράση. Είναι ένα κάλεσμα να αγκαλιάσουμε μια τολμηρή, πραγματιστική ηγεσία που προτάσσει την αποδοχή και την επούλωση έναντι της άρνησης, και την ουσιαστική πρόοδο έναντι του βολέματος και του εφησυχασμού, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει την αντιμετώπιση επώδυνων αληθειών ή τη σύγκρουση με παραδοσιακά συμφέροντα. Η Ιρλανδία μάς δείχνει ότι, ανεξαρτήτως πόσο ενσωματωμένα είναι ορισμένα πολιτισμικά πρότυπα ή πόσο βαθιές οι ιστορικές πληγές, ένα έθνος μπορεί να επιλέξει να αλλάξει πορεία. Το ερώτημα για την Ελλάδα, λοιπόν, είναι αν είναι έτοιμη να κάνει το ίδιο.
Πηγή: news247.gr