Γράφει η Δήμητρα Κρουστάλλη
Σε μια παραδοχή συμφωνούν ο Αντώνης Σαμαράς και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ότι σήμερα ασκείται μια «πολιτική Μητσοτάκη» και όχι μια πολιτική της Νέας Δημοκρατίας. «Ναι», απάντησε ο Πρωθυπουργός στη ραδιοφωνική συνέντευξή του στον Σκάι, «είναι πολιτική Μητσοτάκη. Γιατί είμαι αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας και είμαι και Πρωθυπουργός». Μέσα σε 15 λέξεις περιέκλεισε μια διαστρεβλωτική άποψη για το πολίτευμα, η οποία αντιφάσκει με το προφίλ του φιλελεύθερου μεταρρυθμιστή που επιμελώς προβάλλει.
Το Σύνταγμα του αφήνει αυτό το περιθώριο με τον διφορούμενο τρόπο που περιγράφει τον θεσμό του Πρωθυπουργού, ο οποίος εξυπηρέτησε στην εποχή του τον Κωνσταντίνο Καραμανλή αλλά και τους επόμενους πρωθυπουργούς αφού κανένας δεν θέλησε να τον αποσαφηνίσει. Ο Πρωθυπουργός μπορεί να έχει δεσπόζουσα θέση, αλλά ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι μονοκράτορας. Το Υπουργικό Συμβούλιο και το κόμμα τα διαχειρίζεται σαν διακοσμητικά στοιχεία.
Γι’ αυτό δεν συνομίλησε με κανέναν προτού ανακοινώσει από ένα μέσο ενημέρωσης τα άρθρα που θα προτείνει η ΝΔ για τη συνταγματική αναθεώρηση, μετατρέποντας τον εαυτό του εκτός από αρχηγό της ΝΔ και Πρωθυπουργό και σε αναθεωρητικό νομοθέτη. Αν ενοχλήθηκε κάποιος στη ΝΔ μάλλον θα το μοιράστηκε με τον εαυτό του, γιατί δημοσίως δεν ακούστηκε κιχ.
Η συνταγματική αναθεώρηση θα ξεκινήσει στο τέλος του έτους ή στις αρχές του 2026. Προκειμένου να ολοκληρωθεί, χρειάζεται διαδικασία σε δύο διαδοχικές Βουλές, την προτείνουσα και την αναθεωρητική, και σε δύο ψηφοφορίες. Αν τα προς αναθεώρηση άρθρα ψηφιστούν στην πρώτη Βουλή με 180 ψήφους, στη δεύτερη χρειάζονται 151 και το αντίστροφο. Πάνω σε αυτή τη συνθήκη ο Πρωθυπουργός άρχισε να χτίζει το προεκλογικό του δίλημμα.
«Ελπίζω και εύχομαι», είπε, «όταν θα έρθει η ώρα της συνταγματικής αναθεώρησης, επειδή δεν μπορώ να φανταστώ άλλο κόμμα με το οποίο μπορούμε να βρούμε 180 βουλευτές πλην του ΠαΣοΚ, τουλάχιστον στον τομέα αυτόν να σοβαρευτεί και να μπορέσουμε από κοινού να αφήσουμε κάποια παρακαταθήκη πίσω μας, η οποία θα διορθώσει συνταγματικά κακώς κείμενα που μας καταδιώκουν εδώ και δεκαετίες».
Αν ήθελε πραγματικά τη συναίνεση του ΠαΣοΚ, δεν θα του ζητούσε τόσο υποτιμητικά «να σοβαρευτεί». Δεν θα το κατηγορούσε ότι κινείται στη λογική Πολάκη «να τους στείλουμε όλους στη φυλακή» για την τραγωδία των Τεμπών και ότι ανταγωνίζεται την Κωνσταντοπούλου και τον Βελόπουλο. Ο τρόπος του δεν δημιουργεί συνθήκες συναίνεσης. Αντιθέτως, τις πυρπολεί και τελειώνει την αναθεώρηση προτού καν την ξεκινήσει. Εκτός και αν πιστεύει ότι το ΠαΣοΚ δεν θα αντιληφθεί την παγίδα ή ότι ακόμα και αν την αντιληφθεί εκείνος θα το σύρει στον δικό του σχεδιασμό.
Ποια είναι η παγίδα; Να ξεκινήσει η συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση, η κοινοβουλευτική πλειοψηφία να προτείνει τα άρθρα που θέλει να αλλάξει, το ΠαΣοΚ και τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης να μη συναινέσουν σε όλα ή σε κάποια και τελικά να ψηφιστούν με 151 ψήφους. Μέχρι τότε ο Μητσοτάκης θα έχει καλλιεργήσει το επιχείρημα των αντιμεταρρυθμιστικών και παλαιάς λογικής κομμάτων που δεν του επιτρέπουν να εκσυγχρονίσει τη χώρα. Αν πάει με αυτό το δίλημμα στις εκλογές, τότε αυτές είναι πιθανότερο να γίνουν το 2026 και όχι το 2027. Ενα τέτοιο σκεπτικό δικαιολογεί και την πλημμυρίδα των παροχών.
Τι αλλαγές όμως θέλει να κάνει ο Πρωθυπουργός; Από ό,τι είπε, να άρει τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων όχι μόνο για τους νεοεισερχόμενους αλλά «για όλους», αναδρομικά, κάτι που θα προκαλέσει τεράστια αντιδικία για τη συνταγματικότητα της ίδιας της αναθεώρησης. Επίσης, να αλλάξει το άρθρο 86 για την ευθύνη των υπουργών εφαρμόζοντας το «μοντέλο Τριαντόπουλου», με το προκάλυμμα της παραπομπής στον φυσικό δικαστή. Δεν τις λες και μεγάλες μεταρρυθμίσεις. Ο Πρωθυπουργός παραδέχθηκε ότι δεν έχει κάνει καμία προκαταρκτική συζήτηση με το ΠαΣοΚ και τα άλλα κόμματα γιατί «δεν θα ήταν δόκιμο», εφόσον θέτει τα ζητήματα στον δημόσιο διάλογο. Είναι τόσο σίγουρος ότι η τακτική «καίω τις γέφυρες» θα τον ωφελήσει και στην επόμενη Βουλή, όταν θα είναι απαραίτητες η συναίνεση και οι 180 ψήφοι; Και κυρίως ποιο κυβερνητικό σχήμα με ποιόν πρωθυπουργό θα αναδείξει η επόμενη Βουλή;
Πηγή: tovima.gr