Γράφει ο Αντώνης Καρπετόπουλος
Το ταβερνάκι είναι από τα ιστορικότερα και τα πιο όμορφα στο κέντρο της Αθήνας. Κόσμος πολύς, πράγμα που είναι πάντα καλό σημάδι, γιατί μαρτυρεί κατανάλωση και η κατανάλωση είναι η καλύτερη απόδειξη πως δεν υπάρχει τίποτα που να έχει πολυκαιρίσει σε ψυγεία. Προσωπικό εξαιρετικό και ταχύτατο.
Κουζίνα σχεδόν άριστη στα απολύτως απαραίτητα: ωραίες σαλάτες, ψητά ικανοποιητικά, πατάτες τηγανητές κανονικές και όχι από αυτές τις σχεδόν πλαστικές προτηγανισμένες. Και το κρασί, αν και εμφιαλωμένο, δεν είναι πανάκριβο και, όπως το καλοκαίρι επιβάλλει, είναι και κρύο. Και το πιο σημαντικό: μπορείς να φας έξω χωρίς να κινδυνεύεις πως θα ξεστρατίσει κάποιος οδηγός, θα ανεβεί στο πεζοδρόμιο και η νύχτα θα εξελιχθεί σε βραδιά-θρίλερ. Επίσης, δεν τρως εισπνέοντας καυσαέριο από τη μηχανή που παρκάρει δίπλα σου. Ακούγεται όνειρο, αλλά ναι, στο κέντρο της πόλης μπορεί και να υπάρχουν τέτοια μαγαζιά.
Ημασταν έξι, αλλά όπως όλο και πιο συχνά συμβαίνει τελευταία, ο ένας δεν έφαγε γιατί κάνει κάποια δίαιτα: ήρθε μαζί μας για να χαρεί τη φλυαρία μας. Φλυαρούσαμε όλο το βράδυ για τα πολιτικά. Διαφωνούσαμε σε πολλά, αλλά συμφωνούσαμε στην ίδια αγωνία: ο κοινός μας φόβος είναι ότι δεν βλέπουμε καμία βελτίωση στις κρατικές παροχές – το κράτος μας γλίτωσε τη χρεοκοπία, αλλά το κοινωνικό μας κράτος, αυτό το οποίο κάποτε ονειρευτήκαμε, έχει φαλιρίσει προ πολλού.
Η ακρίβεια συνεχίζεται – για την ακρίβεια, καλπάζει. Οι δομές υγείας είναι προβληματικές. Σχολεία και πανεπιστήμια δεν είναι καλύτερα σε σχέση με δεκαπέντε χρόνια πριν. Συμφωνήσαμε πως μια κυβέρνηση θα έπρεπε να σκέφτεται τον πολίτη – δεν γίνεται σε αυτή τη χώρα μια τετραμελής οικογένεια να χρειάζεται να πληρώσει πάνω από 600 ευρώ για να πάει με καράβι στη Νάξο, απλά γιατί χρειάζεται να πάρει μαζί και το αυτοκίνητο. Και μετά ζητήσαμε λογαριασμό.
Ηρθε μια γλυκύτατη σερβιτόρα που δεν αποκλείεται το πρωί να σπουδάζει σε δραματική σχολή και να είναι και η καλύτερη μαθήτρια. «Με κάρτα ή μετρητά;» ρώτησε με νάζι σαν η κάρτα να ήταν δική της και τα μετρητά δικά μας. Κοιταχτήκαμε, αλλά επειδή έχουμε πια εξασκηθεί στο παιχνίδι και θέλαμε να το ζήσουμε σε κάθε του λεπτομέρεια, ρωτήσαμε ποια είναι η διαφορά.
«Με κάρτα ο λογαριασμός είναι 190 ευρώ» είπε – τιμή λογική, γιατί μέχρι να λύσουμε τα προβλήματα της χρεοκοπίας της χώρας είχαμε πιει τέσσερα μπουκάλια κρασί. «Χωρίς κάρτα και με μετρητά είναι μόλις 160» πρόσθεσε το κορίτσι. Ο ένας της παρέας είπε «με μετρητά» αλλά μετρητά δεν είχε. Ψαχτήκαμε. Κάτι είχαμε, αλλά όχι όλα. Και πάλι ο από μηχανής Θεός, δηλαδή το γλυκό κορίτσι που παζάρευε την αξιοπρέπειά μας, έκανε την επέμβασή του.
Με «απόδειξη ή χωρίς απόδειξη;» ρώτησε. «Με μετρητά και χωρίς απόδειξη από 190 πληρώνετε 150 ευρώ. Και τα γλυκά και οι καφέδες είναι από τον κυρ-Χρήστο» μας εξήγησε. Αρχισα να πιστεύω πως αν η περήφανη διαπραγμάτευση συνεχιζόταν λίγο ακόμα, ο κυρ-Χρήστος θα μας έδινε κουπόνια για να πιούμε ό,τι θέλουμε δωρεάν την επόμενη φορά – τουλάχιστον. Ή θα πλήρωνε το ταξί για να μας πάει όλους στο σπίτι δικαιώνοντας τον υπουργό που ήθελε οι ταξιτζήδες μεταξύ άλλων να κάνουν και διανομές μεθυσμένων. Δεν υπήρξε συνέχεια, όμως, στις προσφορές. Ούτε και όταν ξεπρόβαλε ο ίδιος ο κύριος Χρήστος.
«Ολα εντάξει, παλικάρια;» ρώτησε. Απαντήσαμε «ναι» – οι δύο κυρίες της παρέας δεν στενοχωρήθηκαν γιατί ο κύριος Χρήστος δεν τις είχε, αρχικά τουλάχιστον, προσφωνήσει. Εδωσα τα 150 ευρώ και ενώ ψαχνόμασταν για να αφήσουμε κάτι στο κορίτσι, φυσικά χωρίς κάρτα, ο κύριος Χρήστος κάθισε. «Είμαστε εδώ από το 1930» είπε. «Αντέξαμε τα πάντα. Καταστροφές, σεισμούς, κατοχές, εμφυλίους, χούντες, χρεοκοπίες – σιγά μη μας γονατίσουν τα POS» μας είπε, γιατί ο κύριος Χρήστος διαβάζει τη σκέψη μας. «Και πού ‘σαι, Μαρία, φέρε σε παρακαλώ ένα τελευταίο κρασί για τα κορίτσια, για να φύγουν μισοζαλισμένα» τόνισε. Κάναμε πως δεν το θέλαμε. Αλλά δεν είχαμε αντίρρηση. Το ήπιαμε στην υγειά του κυρίου Χρήστου, με τον οποίο βρισκόμαστε στην ίδια βάρκα: καταλαβαίνουμε την προσπάθειά του να μας κάνει να πληρώσουμε όσο λιγότερα γίνεται για να ξαναπάμε – και φυσικά θα το κάνουμε.
Η σχέση του πελάτη με τον εστιάτορα (τον ταβερνιάρη, τον μαγαζάτορα, τον ιδιοκτήτη του πόστου – πείτε τον όπως θέλετε) είναι πάντα κάτι το εξαιρετικό ή τουλάχιστον έτσι πρέπει να είναι. Το καλό μαγαζί δεν έχει όνομα: για την ακρίβεια, έχει το όνομα του ιδιοκτήτη του. Δεν λες συνήθως «πάμε το βράδυ στην Κληματαριά», λες «πάμε στον Σπύρο». Δεν λες «θα τα πούμε απόψε στο Casa Di Pomodoro» – λες «πάμε στον Ντανίλο». Δεν λες «τα καλύτερα παϊδάκια τα έχει το Διπλό Τζάκι», λες «τα παϊδάκια του Μάκη δεν τα βρίσκεις πουθενά».
Δεν υπάρχει μια απλή γνωριμία, υπάρχει μια αληθινή σχέση – ενίοτε και σχέση ζωής. Η διαδικασία της αποφυγής χρήσης κάρτας και της πληρωμής με μετρητά είναι η βάση ενός νέου δεσμού ανάμεσα στον καταστηματάρχη και στον καταναλωτή: είναι το είδος της διαδικασίας που μετατρέπει τη σχέση σε συνενοχή – ο στίχος του τραγουδιού που λέει «όλη μου η ζωή συνενοχή και πώς γουστάρω» απέκτησε επιτέλους νόημα και μάλιστα απτό και συγκεκριμένο. Είναι η μαγική αυτή διαδικασία που κάνει τον λογαριασμό των 190 ευρώ να μειώνεται εντυπωσιακά: το κόλπο θα το ζήλευαν όλοι οι Χουντίνι της Γης.
Την επόμενη φορά θα προτείνω στον κύριο Χρήστο να βγούμε βράδυ και να γράφουμε στους τοίχους «θάνατος στα POS» – δυστυχώς, ένα αληθινά επαναστατικό τραγούδι για το δίλημμα «κάρτα ή μετρητά» (που μόνο δίλημμα δεν είναι και το ξέρουμε) δεν έχει γραφτεί ακόμα. Αλλά πού θα πάει: η εποχή που θα υπάρξει ξανά το ξύπνημα της μεγάλης Τέχνης είναι κοντά.
Το ξέρω τι σκέφτεστε, αλλά μην είστε υποκριτές: αν στην ερώτηση απαντήσουμε «κάρτα», θα πέσουν οι τιμές στα σουπερμάρκετ ή θα φθηνύνουν τα νοίκια; Θα ασχοληθεί κανείς με τα νοσοκομεία ή θα διορθωθεί το χάλι στους δρόμους; Τίποτα δεν θα συμβεί και απλά θα στενοχωρήσουμε τον κύριο Χρήστο και δεν θα μας προσέξει την επόμενη φορά: το δεκάρικο που γλιτώσαμε δεν είναι θέμα.
Ο σκοπός είναι με ένα ακόμα ποτήρι κρασί να κλάψουμε το κοινωνικό μας κράτος. Και να πάνε τα φαρμάκια κάτω, καλοκαιριάτικα. Οσα POS και να βάλετε, εμείς θα αντέξουμε…
Πηγή: tovima.gr