Γράφει ο Γιώργος Βέλτσος
Δεν πιάνει το ψυχογράφημα στην εξουσία. Πρέπει να είσαι ο Φρόιντ, ο ασθενής σου να είναι ο αξιότιμος δικαστής του Δικαστηρίου της Σαξονίας, πρόεδρος Σρέμπερ -που και πάλι, «η θεραπεία του», ομολογεί ο Φρόιντ, «είναι αδύνατη».
Άσε που η εξουσία δεν έχει ψυχή.
Κι εκεί, «βαθιά» (στην ψυχή), που ψάχνανε τότε, η εξουσία πάλι λαμποκοπούσε σαν τενεκεδένιο στέμμα στη χωματερή της Καισαριανής.
«Σχέσεις» είναι η εξουσία. Πληθυντικός αριθμός δυνάμεων, άλλοτε προσχηματικά
(Δημοκρατία) και άλλοτε απροσχημάτιστα.
Δεν είναι «χαρακτήρας» η εξουσία αλλά «βούληση». Και μην παρασυρθεί κανείς για τη δύναμη του ρυθμιστή κανόνα. Η βούληση για δύναμη ρυθμίζει αφ’ εαυτής όχι μόνον την δύναμη του δυνατού αλλά και του αδυνάτου.
Αυτό δεν θέλουμε και δεν κάνουμε όλοι; Άλλοι με ενσυναίσθηση των δυνάμεων και των αδυναμιών τους -με κάποιο καλό γούστο, τυπτόμενοι ενίοτε, τυπωμένοι εξάπαντος.
Άλλοι όμως, ξεδιάντροπα και μπρούτα. (Δηλαδή για λεφτά).
Στον ιδεότυπο του πολιτικού, δηλαδή στον Μαυρογιαλούρο, δεν του δόθηκε η χάρη (από τον Φίνο) να δικαστεί. Αυτοί όμως, σήμερα, που θα παραπεμθούν, τυγχάνουν της μεγαλύτερης εύνοιας του συστήματος: ως εξιλαστήρια θύματα επανέρχονται μετά «καθαρμένοι».
Ο πατέρας Μητσοτάκης «είδε» το έργο (ένα δράμα φαντασίας σαν το «Poor Things») με τον Ανδρέα. Ο Τσίπρας ετοιμάζεται κι αυτός να «δει» την επιστροφή διότι, πώς να το κάνουμε, το απωθημένο επιστρέφει, η Ιστορία επαναλαμβάνεται (κυρίως ως φάρσα). Δώσει, δε δώσει, ο Τασούλας τα αρχεία. Και βάρδα να μην συμβεί και τρίτη φορά να επιστρέφουμε, κάτι που συνήθιζε ο Νοσφεράτου. Εκτός κι αν είσαι της φαμίλιας οπότε τον λόγο έχει το οικογενειακό δίκαιο ως μέρος του δημοσίου δικαίου.
Και η δόξα; Ποια δόξα; Τα αγέρωχα χέρια στις τσέπες, το ευθυτενές, ο γκρίζος γυαλιστερός αλπακάς, τα κόκκινα χαλιά;
Δεν γνωρίζω τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Τυχαία συνταξιδέψαμε παλιά στρυμωγμένοι στο μικρό sea jet.
Αυτός, χωρίς φρουρά, ανάλαφρος, στυλ μιλιταίρ, χακί παντελόνι, μικρή επώνυμη αποσκευή, ξένες εφημερίδες.
Εγώ, μπουφάν, κασκόλ -λόγω αρύθμιστου αιρ κοντίσιον-, «Τα Νέα» και την «Ελευθεροτυπία» στο χέρι από το κιόσκι της Ραφήνας.
Αυτός, κατέβηκε στην Τήνο. Τον περίμεναν. Εγώ, συνέχισα για τη Μύκονο.
Το στερνοπαίδι λοιπόν, μιας πονεμένης δυναμικής μάνας, γιός ενός τετραπέρατου πολιτικού και βέβαια αδελφός της Ντόρας.
Οπότε, τι μπορεί να σημαίνει για ένα τέτοιο προφίλ η προχθεσινή ομολογία «Αποτύχαμε»; Ότι μετά την έπαρση ακολουθεί η πτώση; Θα το πω με τον δικό μου τρόπο, χωρίς διαγνώσεις -γλώσσα του σώματος, μεταλικό ηχόχρωμα στην ελεγχόμενη φωνή.
Το «αποτύχαμε» του Μητσοτάκη, όπως και κάθε ομολογία πίστεως (ή απιστίας), είναι ένας «τρόπος του λέγειν», μιας γλώσσας, που λειτουργεί ως απόφαση και διαταγή, ώστε όχι μόνο να μην επαναληφθεί η γκάφα των Τεμπών περί «ανθρώπινου λάθους» αλλά να διατυπωθεί, με όρους μετάνοιας πλέον, ένα ισχυρότερο επιχείρημα: «αναλαμβάνω την ευθύνη για να συνεχίσω καλύτερα».
Το «αποτύχαμε» ως «mot d’ ordre» για να επιτύχω εκ νέου. Η αποτυχία ωστόσο, δεν έγκειται στα εκατομμύρια ευρώ που θα καταβληθούν στην Ευρώπη αλλά στη νοοτροπία των επιτυχημένων στην Ελλάδα: όταν αποτυγχάνουν μια φορά, πετυχαίνουν στις υπόλοιπες. Χρησιμοποιούν την αποτυχία για να πάνε μπροστά (μαζί και οι Τράπεζες). Έτσι λειτουργεί η Δημοκρατία. Οπότε, ο Λουκάς Αποστολίδης, (ΠΑΚ, αντιστασιακός, Πολυτεχνείο) δικαίως σημειώνει στο «Βήμα».
( 4.7. 2025): «Το τρίγωνο της διαπλοκής και της ενοχής (πολιτικά – εργολαβικά συμφέροντα και πρόθυμοι οργανισμοί και πρόσωπα) χωρίς Διαφάνεια και Λογοδοσία. Η πολιτική ηγεσία έχει επιλέξει να διαχειρίζεται την εξουσία συγκεντρωτικά (επιτελικό κράτος) και με πελατειακές πολιτικές να χειραγωγεί κοινωνία και πολίτες. Η πολιτική εξουσία έχει επιλέξει να χειραγωγεί τους κεντρικούς θεσμούς της Δημοκρατίας μας. (Δικαιοσύνη – Ανεξάρτητες Αρχές – Αυτοδιοίκηση- Κοινωνικές και Επαγγελματικές Οργανώσεις). Είναι καιρός Ολικής Επαναφοράς και Κατανόησης της ρήσης του Εμίλ Ζολά!
«Μια κοινωνία δεν είναι ισχυρή παρά μόνον, όταν βγάζει την αλήθεια στο άπλετο φως του ήλιου».
«Αποτύχαμε να επιτυγχάνουμε συνεχώς». Να τι ήθελε να πει ο Πρωθυπουργός.
Όχι το μπεκετικό:
«-Αποτυγχάνω.
-Συνέχισε να αποτυγχάνεις καλύτερα».
Πώς θα εννοήσουμε αυτές τις παραλλαγές ενός και του αυτού ρήματος (τυγχάνω); Αρκεί μια προηγούμενη πρόθεση («επι-τυγχάνω»,«απο-τυγχάνω») να μας πείσει ότι όλα είναι θέμα «τύχης», ότι το φρόνημα του πολίτη είναι τυχαίο και συγκυριακό; Κι ότι όλοι οι δομικά επιτυχημένοι (άριστοι), όλοι με τα χαρακτηριστικά του συνταξιδιώτη μου στο sea jet, (ανάλαφρη κίνηση, ντύσιμο κάζουαλ, ξένος τύπος) δεν τους αφορά ούτε να επιτύχουν ούτε να αποτύχουν, διότι είναι πετυχημένοι απο κούνια; Και εκείνο το
«Φύγε, από τον παλιό εαυτό σου, φύγε» του ΛΕΞ με την Χαρούλα δεν τους αφορά;
Τα στάδια γεμίζουν με αποτυχημένους;
Και δεν εννοώ τα «στάδια», στάδια αλλά τις σταδιοδρομίες και την ταπείνωση των μονομάχων. Ο αντίχειρας πάνω, προάγεσαι. Κάτω, στο ψυγείο.
Ο Μπέρνχαρντ βάζει τον αποτυχημένο πιανίστα ν’ αυτοκτονεί στο Σάλτζμπουργκ.
Η Σιμπρόσκα πάλι, παρηγορεί με ένα «εγκώμιο κακής γνώμης για τον εαυτό»:
«Το τσακάλι ποτέ δεν κάνει αυτοκριτική.
Η ακρίδα, η αλογόμυγα και το φεγγαρόψαρο το δηλητηριώδες
ζουν όπως ζουν και χαίρονται γι’ αυτό.
Η καρδιά της φάλαινας-δολοφόνου ζυγίζει εκατό κιλά,
με κάθε άλλο τρόπο όμως είναι ελαφριά.
Τίποτα πιο κτηνώδες
από την καθαρή συνείδηση
στον τρίτο πλανήτη».
O Καρούζος τέλος, στα τελευταία του:
«Μήπως είναι κι ο θάνατος δικτατορία;
Η δημοκρατία; Θ’ αφήσω σ’ εκκρεμότητα το ερώτημα».
Ποιητική αδεία αφήνει ο Καρούζος το ερώτημα σε εκκρεμότητα. Την απάντηση την έδινε καθημερινά στο υπόγειο της Σούτσου. Δημοκρατία είναι η Δημοκρατία του ενός τρίτου.
Σήμερα, το ποσοστό λιγόστεψε. Στην Ελλάδα είναι γύρω στο 4%.
Πηγή: tovima.gr