Γράφει ο Γιώργος Παπαχρήστος
Η νέα ενδοκυβερνητική κρίση που σηματοδότησε η απόφαση της διοίκησης των ΕΛΤΑ να κλείσει 204 υποκαταστήματα και γραφεία του Οργανισμού ανά την επικράτεια συνιστά άλλη μία απόδειξη πως η κυβέρνηση διέρχεται πλέον περίοδο πλήρους αμφισβήτησης των επιλογών και των αποφάσεών της. Ακόμη και των πιο σωστών. Οπως η συγκεκριμένη για τα ΕΛΤΑ, των οποίων η συρρίκνωση του κύριου έργου τους εξαιτίας της τεχνολογικής επανάστασης στις τηλεπικοινωνίες προκαλεί δυσβάστακτο οικονομικό πρόβλημα.
Η κυβέρνηση διέρχεται τη φάση, την οποία έχουν περάσει και άλλες κυβερνήσεις πριν από αυτή, της αντίδρασης απέναντι σε κάθε απόφαση που ενδέχεται να σπάσει αβγά. Το ότι οι σοβαρότερες αντιδράσεις προέρχονται από τους βουλευτές της δεν πρέπει να προξενεί έκπληξη. Με τον χρόνο των εκλογών να πλησιάζει και τις δημοσκοπήσεις να καταγράφουν το κυβερνών κόμμα σε ποσοστά τα οποία προοιωνίζονται μετεκλογικές περιπέτειες και ίσως και ανακατατάξεις, το τελευταίο που επιθυμούν οι περισσότεροι από τους βουλευτές είναι να διαταραχθούν οι σχέσεις τους με το εκλογικό σώμα. Από το οτιδήποτε.
Η κατάσταση θυμίζει τη θεωρία του χάους που προκαλεί το πέταγμα μιας πεταλούδας στον Αμαζόνιο. Αποφάσεις που σε μια άλλη χρονική περίοδο θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως και φυσιολογικές, έστω και αν εμπεριείχαν τη ρήξη με κατεστημένες αντιλήψεις στο εσωτερικό τους, αντιμετωπίζονται τώρα ως μείζονος σημασίας πολιτικές αποφάσεις οι οποίες έχουν ευθεία προβολή στην εκλογική απήχηση του κόμματος.
Στην πρόσφατη τηλεδιάσκεψη της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της ΝΔ με τον αποπεμφθέντα διευθύνοντα σύμβουλο των ΕΛΤΑ κ. Σκλήκα, ένας αριθμός-ρεκόρ 90 βουλευτών μετείχαν, όχι απλώς για να διαμαρτυρηθούν για την αιφνιδιαστική απόφαση του κλεισίματος των υποκαταστημάτων και των γραφείων των ΕΛΤΑ, αλλά κυρίως για να εκφράσουν την αντίδρασή τους για το «απολιτίκ» της απόφασης του τέως διευθύνοντος συμβούλου των ΕΛΤΑ.
Αγνοώντας ή παραβλέποντας ότι η απόφαση ήταν αποτέλεσμα μελέτης που είχε ανατεθεί σε παγκόσμιας εμβέλειας εταιρεία μελετών, οι βουλευτές επικεντρώθηκαν κυρίως στην αδυναμία της κυβέρνησης να αφουγκραστεί την κοινωνία, αλλά στην πραγματικότητα στη δική τους αγωνία για επανεκλογή.
Οτι λίγους μήνες προ των εκλογών, και με τη δημόσια εικόνα του κυβερνητικού βουλευτή διάτρητη καθώς καλείται να απολογηθεί για αποφάσεις που παίρνονται ερήμην του, αλλά έχουν κοινωνικό αντίκτυπο, ήρθε η απόφαση της διοίκησης των ΕΛΤΑ να επιτείνει το πρόβλημα. Και παράλληλα να επαναθέσει με ένταση το ζήτημα κατά πόσο ένας μάνατζερ που προσλαμβάνεται από τον ιδιωτικό τομέα για να ηγηθεί ενός κρατικού οργανισμού μπορεί να λειτουργεί με βάση αυτά που έχει σπουδάσει ή εμπειρικά έχει αποκτήσει ως στέλεχος του κρατικού μηχανισμού.
Τίθεται δηλαδή προς συζήτηση στον δημόσιο διάλογο το αν το management πρέπει να υπακούει στην κυβερνητική «γραμμή», η οποία είναι κατά βάση πολιτική, ή να λειτουργεί με αυτονομία επί τη βάσει των κανόνων της αγοράς.
Η απάντηση δεν είναι εύκολη και προκειμένου για μια χώρα με τις ιδιαιτερότητες που έχει η Ελλάδα, καθόλου εύκολη. Διότι, αν υπάρχει συγκεκριμένη – και συντονισμένη – προσπάθεια να προσληφθούν managers από τον ιδιωτικό τομέα προκειμένου να εκσυγχρονίσουν γερασμένους διοικητικά και λειτουργικά οργανισμούς του Δημοσίου, διερωτάται κανείς ποιος θα ήθελε να αφήσει τη σιγουριά μιας κορυφαίας θέσης σε μια επιχείρηση προκειμένου να αναλάβει μια θέση στο Δημόσιο. Η οποία θέση δεν θα είναι απλώς υποκείμενη στην κριτική του κάθε βουλευτή, αλλά ο βουλευτής θα τον θεωρεί εκ προοιμίου υπάλληλό του, στην καλύτερη περίπτωση.
Από την άλλη, είναι δυνατόν ο manager που θα δεχτεί να αναλάβει μία τέτοια θέση να αγνοεί το πολιτικό περιβάλλον στο οποίο καλείται να λειτουργήσει; Μπορεί, ας πούμε, να παραβλέπει ότι οι αποφάσεις που ενδεχομένως θα λάβει θα έχουν ένα, λιγότερο ή περισσότερο, σοβαρό πολιτικό κόστος, το οποίο θα αντανακλά ευθέως στην κυβέρνηση η οποία τον προσέλαβε; Δεν μπορεί.
Οπως δεν μπορεί να επικρατεί και ο νεποτισμός σε αυτές τις προσλήψεις. Οχι μόνο γιατί θολώνει το μήνυμα περί αξιοκρατίας και μη κομματικού κράτους που θέλει να στείλει η κυβέρνηση στην κοινωνία, αλλά και γιατί με τον νεποτισμό αναδέχεται απολύτως την ευθύνη για τις αστοχίες ή τα λάθη του εκλεκτού της. Οπως συμβαίνει τώρα με τα ΕΛΤΑ ή όπως συνέβη με το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, το απόλυτο «γαλάζιο» σκάνδαλο.
Συνοπτικά, η υπόθεση των ΕΛΤΑ δεν είναι τίποτε περισσότερο από τη μικροκομματική αντίληψη της πλειοψηφίας των κυβερνητικών βουλευτών για τον τρόπο που πρέπει να λειτουργεί το κράτος, ως ένα σύνολο οργανισμών ή φορέων. Πρόκειται για τη νεότερη εκδοχή του κανόνα «κέρδισα τις εκλογές, το λάφυρό μου είναι το κράτος». Προφανώς δεν υπάρχει μεγαλύτερη οπισθοδρόμηση από αυτό, αλλά άντε να το εξηγήσεις στον βουλευτή επαρχίας που με το 25% και το 27% του κόμματος είναι από τώρα χαμένος στις εκλογές…
Πηγή: tovima.gr
