Γράφει ο Στέφανος Κασιμάτης
Το περιστατικό είναι πραγματικό. Ο Ζόραν Μαμντάνι έχει μόλις τελειώσει από μια προεκλογική συγκέντρωση και καβαλάει το ποδήλατό του για να φύγει. Εκείνη τη στιγμή, ένας τύπος, προφανώς μανιακός, ο οποίος παρακολουθεί συστηματικά τον Μαμντάνι σε όλες τις προεκλογικές εκδηλώσεις για τον κράζει και να τον βρίζει, αρχίζει να του φωνάζει: «Κομμουνιστή! Κομμουνιστή!».
Χαμογελώντας, ο Μαμντάνι τού απαντά: «It’s pronounced cyclist» (προφέρεται ποδηλάτης). Δυστυχώς, το έξοχο λογοπαίγνιο χάνεται στη μετάφραση, αυτό που υπονοεί όμως είναι ότι ο μανιακός δεν ξέρει να διαβάζει και γι’ αυτό τη λέξη «cyclist» την προφέρει «communist».
Αυτό και μόνο μας δίνει μια ιδέα της «χαρισματικότητας» για την οποία μιλούν όσοι τον έχουν δει από κοντά. Αλλά και εμείς που παρακολουθήσαμε την προεκλογική εκστρατεία από μακριά – ας είναι καλά το Ιντερνετ – εύκολα το διαπιστώσαμε. Είναι εύστροφος, εύγλωττος, πνευματώδης, συμπαθής και πάντα χαμογελαστός, ακόμη και όταν δεν πρέπει. (Στο debate, λ.χ., ήταν περίεργο ότι χαμογελούσε όταν τον επέκριναν, κάποιες φορές μάλιστα με τρόπο προσβλητικό. Είχε κάτι ψεύτικο αυτή η άνεση, που σε έκανε να αμφισβητείς τη γνησιότητα του χαμόγελου.)
Η αμεσότητα της επαφής με τον ψηφοφόρο και τα προβλήματα φαινόταν και στο ευχάριστα ασυνήθιστο ύφος των προεκλογικών σποτ. Δεν διαφήμισε την υποψηφιότητά του με το κλασικό βιντεάκι, στο οποίο ο υποψήφιος, μακιγιαρισμένος και αστραφτερός, απευθύνεται στον θεατή και απαγγέλλει το ποίημα.
Αυτός έβγαινε στον δρόμο με ένα μικρόφωνο και μια κάμερα, σταματούσε κάποιον που έδειχνε φιλικός και είχε τη διάθεση, του συστηνόταν, έπιανε κουβέντα για το πρόβλημα στο οποίο ο συνομιλητής έδινε προτεραιότητα και, στο τέλος, ζητούσε τη γνώμη του για τη λύση που εκείνος προτείνει. Π.χ., «Συμφωνείτε να είναι δωρεάν η χρήση των μέσων μαζικής κυκλοφορίας;» ή «Πώς σας φαίνεται αν παγώσουν τα ενοίκια;» κ.ά.
Αυτός ήταν ο τρόπος για να περνάει το μήνυμα «είμαι ένας από εσάς», χωρίς να χρειάζεται να το πει ρητώς και να εκτεθεί, γιατί δεν είναι ένας από αυτούς. Προέρχεται από την, ούτως ειπείν, αριστοκρατία της αμερικανικής Αριστεράς. Για τους διαπρεπείς γονείς του θα γνωρίζετε ήδη, κάτι που ενδεχομένως αγνοείτε είναι ότι το κόστος της εκπαίδευσής του ίσως να ξεπέρασε το μισό εκατομμύριο δολάρια.
Πήγε σε ιδιωτικό σχολείο στο Upper West Side στο Μανχάταν (στη γειτονιά, μην τρέχουμε μακρύτερα), με ετήσιο κόστος περί τις 40.000 δολάρια (τουλάχιστον δυόμισι φορές πάνω από το Κολλέγιο Αθηνών). Τις πανεπιστημιακές σπουδές του τις έκανε στο κολέγιο Bowdoin, ένα αρχαίο για τα αμερικανικά δεδομένα κολέγιο του 1725 στην Πολιτεία του Μέιν, το οποίο, μολονότι καλλιεργεί στους φοιτητές του το πνεύμα της συμπεριληπτικότητας, το ίδιο είναι πολύ exclusive, καθώς τα ετήσια δίδακτρα φτάνουν και τις 120.000 δολάρια. Εχει, λοιπόν, το λούστρο της καλής αστικής ανατροφής ο Μαμντάνι και αυτό βοηθάει πολύ όταν συνδυάζεται με αμεσότητα και ευθύτητα.
Επομένως, το ένα από αυτά που έδωσαν τη νίκη στον Μαμντάνι είναι η γοητευτική προσωπικότητα και το επικοινωνιακό χάρισμα. Το δεύτερο ήταν η αντιπαραβολή με τον κυριότερο αντίπαλό του, τον Μάριο Κουόμο, στη μούρη του οποίου έβλεπες αμέσως το ποιόν του: λέρα… Και μόνο που τον κοιτάς, νιώθεις τη γλίτσα που φωλιάζει στις ρυτίδες του λιπαρού του δέρματος.
Ο γλίτσας έχασε, παρότι προέταξε στην καμπάνια του το θέμα της ασφάλειας και της εγκληματικότητας. Γιατί όμως να χάσει, όταν οι Νεοϋορκέζοι στις μετρήσεις έδιναν προτεραιότητα στην ασφάλεια; Επειδή ο Μαμντάνι προέταξε το κόστος ζωής και, τελικά, αυτό ήταν το βασικότερο. Γιατί σήμερα στη Νέα Υόρκη πληρώνεις για να ζεις, δεν σε πληρώνουν, όπως ήταν κάποτε. Τελειώνεις το πανεπιστήμιο, προσλαμβάνεσαι σε μια σοβαρή εταιρεία και με ετήσιο εισόδημα 150.000 δολαρίων πρέπει να βρεις άλλους δύο συγκατοίκους για να ζήσεις σε σχετικά καλή περιοχή.
Δεν είναι αξιοπερίεργο γιατί συμβαίνει αυτό, μας το λένε οι αριθμοί: Ο μέσος όρος κατοικιών ανά 1.000 άτομα πληθυσμού στον ανεπτυγμένο κόσμο είναι οι 470. Γαλλία και Ιταλία πλησιάζουν τις 600, ενώ Γερμανία και Ιαπωνία φτάνουν τις 500. Οι ΗΠΑ έχουν μόνο 425. (Τα στοιχεία είναι του ΟΟΣΑ.) Απλουστεύοντας, λοιπόν, ίσως μπορούσαμε να πούμε ότι το στεγαστικό έκανε δήμαρχο τον Μαμντάνι.
Συνιστώ σε όσους ενδιαφέρονται να αναζητήσουν το βιβλίο «Abundance» των αμερικανών δημοσιογράφων Εζρα Κλάιν και Ντέρεκ Τόμσον, από το οποίο αντλώ τα παραπάνω στοιχεία. Εκδόθηκε φέτος και ο Μπιλ Γκέιτς που το διάβασε είπε ότι τον βοήθησε να καταλάβει καλύτερα τη σύγχρονη πολιτική. Πραγματεύεται, πέραν των άλλων, το στεγαστικό των ΗΠΑ και τις αιτίες του με τρόπο διαφωτιστικό.
Εννοείται ότι πολλά από αυτά που έχει υποσχεθεί ο Μαμντάνι δεν γίνονται εύκολα. Το ενοικιοστάσιο, λ.χ., προϋποθέτει τη συναίνεση ενός ανεξάρτητου πολιτειακού οργάνου, του οποίου τη σύνθεση δεν ελέγχει. Τι τα θες όμως; Αμα είναι καλός ο πωλητής, πασάρει τα πάντα…
ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ
Ας μη βιαζόμαστε, πάντως, να εξαγάγουμε γενικότερα συμπεράσματα για την Αμερική από τη Νέα Υόρκη. Για τον υπόλοιπο κόσμο ίσως να μπορούμε· για την Αμερική, όχι. Η Νέα Υόρκη μπορεί να είναι η χρηματοοικονομική πρωτεύουσα του κόσμου, όμως δεν είναι χαρακτηριστική της Αμερικής. Λόγω της γεωγραφικής θέσης της και του προνομιακού λιμένα της ήταν το φυσικό κέντρο του διατλαντικού εμπορίου και πάντα είχε την όψη προς τα έξω και χαρακτήρα πιο κοσμοπολίτικο.
Τελευταία προσχώρησε η Πολιτεία της Νέας Υόρκης στον αγώνα της αμερικανικής ανεξαρτησίας, όπως τελευταία προσχώρησε και στην πλευρά των Βορείων στον εμφύλιο. Η Νέα Υόρκη είναι η διεθνής εκδοχή της Αμερικής. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η αριστερή πτέρυγα (Μπέρνι, Οκάζιο-Κορτέζ κ.λπ.) κέρδισε ακόμη μία νίκη στην εσωτερική διαμάχη για την κατεύθυνση του κόμματος των Δημοκρατικών.
Πηγή: tovima.gr
