Γράφει ο Αντώνης Καρακούσης
Ηπροηγούμενη μακράς διαρκείας οικονομική κρίση επέδρασε πολλαπλώς στο σώμα της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Η χώρα στα χρόνια των μνημονίων και των προσπαθειών υπέρβασης της χρεοκοπίας έχασε το 25% του εθνικού εισοδήματος, καταγράφοντας τις μεγαλύτερες απώλειες εν καιρώ ειρήνης.
Επιχειρήσεις χάθηκαν, δραστηριότητες δοκιμάστηκαν και εκατομμύρια πολίτες επτώχευσαν στην κυριολεξία, όπως επιβεβαιώνουν τα χρέη δισεκατομμυρίων στις τράπεζες και στο κράτος.
Τα υπό διαχείριση χρέη από τους servicers, από τους διαχειριστές κόκκινων δανείων, προσεγγίζουν ακόμη και σήμερα τα 80 δισ. ευρώ και αντικρίζονται σε περίπου 2 εκατομμύρια «οντότητες», κατά την έκφραση υψηλόβαθμου στελέχους των εταιρειών διαχείρισης ιδιωτικών χρεών.
Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της δεκαετούς υποχώρησης και στα χρόνια της σταθεροποίησης που ακολούθησαν, κατεγράφησαν σοβαρές μετατοπίσεις ισχύος και επιρροής στο σώμα της ελληνικής οικονομίας και της κοινωνίας.
Πριν από δεκαπέντε χρόνια ο ευρύτερος δημόσιος τομέας, παρά τις ιδιωτικοποιήσεις που είχαν προηγηθεί, φάνταζε κυρίαρχος και οι μεγάλες δημόσιες επιχειρήσεις ήταν στο κέντρο της απασχόλησης και διά αυτών κυρίως επιβεβαιωνόταν η πολιτική ισχύς των κυβερνήσεων
Το νέο τοπίο
Δεκαπέντε χρόνια μετά το πρώτο μνημόνιο την άνοιξη του 2010, τίποτε δεν είναι ίδιο. Οι επιχειρήσεις που επιβίωσαν της μεγάλης καταστροφής εκμεταλλεύθηκαν τις συνθήκες εσωτερικής υποτίμησης που διαμορφώθηκαν τότε, περιόρισαν στον μέγιστο βαθμό το κόστος λειτουργίας, ενίσχυσαν την ανταγωνιστικότητά τους, έγιναν πιο εξωστρεφείς, κέρδισαν μερίδια στην εγχώρια και διεθνή αγορά, η κερδοφορία τους βελτιώθηκε, τα χρέη τους ελέγχθηκαν, προχώρησαν σε επενδύσεις εκσυγχρονισμού και διεύρυνσης των παραγωγικών τους δυνατοτήτων, απέκτησαν πρόσβαση στις αγορές κεφαλαίου και πλέον δίνουν δείγματα συνεχούς προόδου και ανάπτυξης.
Οι εξαγωγές έπιασαν τον ετήσιο στόχο των 50 δισ. ευρώ και η ελληνική παραγωγή έδειξε δυνατότητες ενίσχυσης.
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι τις προηγούμενες μέρες η κεφαλαιοποίηση των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών εταιρειών ξεπέρασε τα 137 δισ. ευρώ πιάνοντας τα επίπεδα κεφαλαιοποίησης του 2008, πριν δηλαδή από την εκδήλωση της μεγάλης διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης, που στη χώρα μας μετεξελίχθηκε γρήγορα σε κρίση χρέους και διαμόρφωσε τις συνθήκες χρεοκοπίας.
Αύξηση επιρροής
Παρακολουθώντας την εξέλιξη των δυναμικότερων επιχειρηματικών σχημάτων στη διάρκεια των προηγούμενων πολλών χρόνων διαπιστώνει κανείς το εύρος και το βάθος των αλλαγών που συνετελέσθησαν. Πριν από δεκαπέντε χρόνια ο ευρύτερος δημόσιος τομέας, παρά τις ιδιωτικοποιήσεις που είχαν προηγηθεί, φάνταζε κυρίαρχος. Οι μεγάλες δημόσιες επιχειρήσεις ήταν στο κέντρο της απασχόλησης και διά αυτών κυρίως επιβεβαιωνόταν η πολιτική ισχύς των κυβερνήσεων.
Στην τρέχουσα περίοδο ο ιδιωτικός τομέας της οικονομίας έχει εμφανώς ισχυροποιηθεί, ο οικονομικός και κοινωνικός ρόλος των μεγάλων και υγιών επιχειρήσεων έχει διευρυνθεί και η επιρροή τους επίσης έχει επαυξηθεί.
Οι μεγαλύτεροι εργοδότες, αν εξαιρέσει κανείς τη Δημόσια Διοίκηση, είναι πλέον ιδιώτες. Οι Υπεραγορές Σκλαβενίτη απασχολούσαν τον περασμένο Σεπτέμβριο 42.000 εργαζομένους, ο βιομηχανικός όμιλος Βιοχάλκο 38.000, η ΜETLEN περισσότερους από 9.000 εργαζομένους, οι φαρμακοβιομηχανίες περίπου 11.000 και συνολικά οι αμιγώς βιομηχανικές επιχειρήσεις περίπου 430.000 εργαζομένους.
Σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Παραγωγής, συνολικά οι μεταποιητικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα απασχολούν αμέσως ή εμμέσως 1.100.000 εργαζομένους.
Οι παλαιές δόξες
Στον αντίποδα, η ιδιωτικοποιημένη ΔΕΗ, άλλοτε λοκομοτίβα της απασχόλησης, δεν διαθέτει περισσότερους από 16.000 εργαζομένους, και η Cosmote, διάδοχος του άλλοτε πολυπληθούς ΟΤΕ, μετά βίας ξεπερνά τους 11.000 εργαζομένους.
Οι τράπεζες επίσης, που στη δεκαετία του ’90 απασχολούσαν πάνω από 60.000 εργαζομένους, πλέον διατηρούν μόλις 35.000 υπαλλήλους, οι οποίοι χρόνο με τον χρόνο βαίνουν μειούμενοι.
Οι παλαιές δόξες του συνδικαλισμού, όπως η άλλοτε πανίσχυρη ΟΤΟΕ, μοιάζουν με φαντάσματα του παρελθόντος, χωρίς καμία επιρροή και δυνατότητα κινητοποίησης των εργαζομένων. Και δεν αφορά μόνο τις τραπεζικές εκπροσωπήσεις παρά όλες τις συνδικαλιστικές ενώσεις του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, της ΓΣΕΕ συμπεριλαμβανομένης.
Κοινή επίσης είναι η πεποίθηση μεταξύ των ερευνητών ότι και στο πεδίο των αμοιβών έχουν υπάρξει μεταβολές, δηλωτικές της αλλαγής των όρων λειτουργίας των επιχειρήσεων.
Οι αμοιβές του ιδιωτικού τομέα υπερέχουν πλέον εκείνων του δημόσιου τομέα. Πρόσφατα, ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών, Σπύρος Θεοδωρόπουλος, διακήρυξε ότι στη διάρκεια της τελευταίας τριετίας οι αμοιβές στη βιομηχανία αυξήθηκαν κατά 34%.
Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι στο πρώτο τρίμηνο του 2025 και πριν από την προσαρμογή του νέου κατώτατου μισθού οι αμοιβές στη βιομηχανία έτρεχαν με ρυθμό 9%. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, το 2022 οι μέσες ετήσιες αποδοχές στη βιομηχανία ξεπερνούσαν τις 26.000 ευρώ και αποτελούσαν τα δύο τρίτα των αντίστοιχων στις ευρωπαϊκές βιομηχανίες, την ώρα που στην υπόλοιπη οικονομία μόλις ξεπερνούσαν το 55%.
Και εσωτερικά ωστόσο στον κύκλο της επιχειρηματικότητας κατεγράφησαν σοβαρές μετατοπίσεις τα τελευταία χρόνια. Σε πολλές περιπτώσεις έχουμε ανακατατάξεις επιρροής και ισχύος. Νέες δυνάμεις ήλθαν στο προσκήνιο, επιβραβεύθηκαν οι πιο εξωστρεφείς και επίμονοι παραγωγοί και επίσης μόνο αδιάφορο δεν είναι το γεγονός ότι ο ευρύς και δυναμικός κύκλος της ποντοπόρου ναυτιλίας ξεπέρασε τις όποιες αναστολές διατηρούσε και επενδύει πλέον συστηματικά στη στεριά.
Γενικώς δεν θα ήταν υπερβολή να χαρακτηρίσει κανείς θεμελιακού τύπου τις αλλαγές που έχουν επέλθει στη λειτουργία και στη δομή της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία χρόνια, με εμφανείς επιδράσεις στις στάσεις και συμπεριφορές των πολιτών, οι οποίοι εμφανώς πλέον επιλέγουν την ιδιώτευση, πολύ μακριά από συλλογικές επιλογές προηγούμενων δεκαετιών.
Περιθώρια εξέλιξης
Η ελληνική οικονομία μοιάζει να εκδυτικοποιείται, αποδίδοντας ολοένα και μεγαλύτερη αξία και σημασία στις ιδιωτικές δυνάμεις. Η αλήθεια είναι ότι απέχει πολύ ακόμη, όπως δηλώνει η αδυναμία απορρόφησης των κατευθυνόμενων κυρίως προς τον ιδιωτικό τομέα πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Τα τελευταία στοιχεία φανερώνουν ότι με τη λήξη του προγράμματος, στα τέλη του 2026, θα έχει απορροφηθεί μόλις το 75% των συγκεκριμένων πόρων. Γεγονός που δηλώνει τα περιθώρια εξέλιξης.
Οπως εξήγησε πρόσφατα σε ομιλία του ο διευθύνων σύμβουλος της Eurobank, Φωκίων Καραβίας, ο ιδιωτικός τομέας δεν διαθέτει το άριστο μέγεθος για να απορροφήσει κρίσιμους και χρήσιμους για την ανάπτυξή του κοινοτικούς πόρους. Κατ’ αυτόν, η περιορισμένη ζήτηση για φθηνούς ευρωπαϊκούς επενδυτικούς χρηματοδοτικούς πόρους είναι αποτέλεσμα του μικρού ακόμη μεγέθους των ελληνικών επιχειρήσεων και της αδυναμίας τους να τρέξουν δυναμικά επενδυτικά σχέδια.
Πηγή: tovima.gr
