Γράφει ο Γρ. Νικολόπουλος
Ο Προϋπολογισμός του 2026 που κατέθεσε στη Βουλή ο υπουργός Οικονομικών Κυριάκος Πιερρακάκης είναι ένας ευχάριστος Προϋπολογισμός
Ευχάριστος για τους πολίτες, αφού περιέχει μειώσεις φόρων και αυξήσεις μισθών, ευχάριστος για το Δημόσιο, αφού περιέχει αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος, ευχάριστος για τους ξένους δανειστές και την Κομισιόν, αφού περιέχει μείωση του χρέους.
Με τις μειώσεις φόρων και τις αυξήσεις μισθών η κυβέρνηση δηλώνει ότι εξαντλεί όλα τα περιθώρια παροχών που της επιτρέπουν οι ευρωπαϊκοί δημοσιονομικοί κανόνες. Τα μέτρα αυτά βελτιώνουν τη θέση των φορολογουμένων και των μισθωτών που ανήκουν στη λεγόμενη μεσαία τάξη, τη θέση των ιδιοκτητών ακινήτων, αφού περιλαμβάνεται μείωση του φόρου ενοικίων και μείωση του ΕΝΦΙΑ για κάποια ακίνητα, τη θέση των συνταξιούχων μέσω προσωπικής διαφοράς.
Για όλους αυτούς τους λόγους είναι ένας ευχάριστος Προϋπολογισμός. Είναι όμως και αρκετά αισιόδοξος διότι προβλέπει αύξηση των επενδύσεων κατά 10,6%, διατήρηση του πληθωρισμού σε χαμηλό επίπεδο, σημαντικό περιορισμό της φοροδιαφυγής σε καύσιμα και καπνικά προϊόντα (μακάρι, αλλά δύσκολο), ταχεία ανάτπυξη.
Αυτές οι υποθέσεις είναι πιο αισιόδοξες από τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και οδηγούν σε έναν ρυθμό ανάπτυξης αρκετά ταχύτερο από αυτόν που προβλέπουν οι Ευρωπαίοι.
Το αν η κυβέρνηση εξάντλησε τα περιθώρια παροχών που της δίνουν οι δημοσιονομικοί κανόνες της Ε.Ε. είναι θέμα οπτικής γωνίας. Οι παροχές προς τους στριμωγμένους μισθωτούς και συνταξιούχους θα μπορούσαν να είναι μεγαλύτερες χωρίς δημοσιονομική επίπτωση αν άλλαζε το μείγμα της φορολογικής πολιτικής, αλλά αυτό είναι θέμα βασικών πολιτικών επιλογών αυτής της κυβέρνησης.
Σε κάθε περίπτωση, είναι ένας αξιοπρεπής Προϋπολογισμός, συνεπής με την ατζέντα μιας κεντροδεξιάς κυβέρνησης που επιχειρεί να λάβει μέριμνα για τη στήριξη των αδύναμων οικονομικά πολιτών, των νέων και της μεσαίας τάξης, χωρίς να θέσει σε κίνδυνο τη δημοσιονομική σταθερότητα.
Η πλεονασματική δημοσιονομική διαχείριση ήταν πάντα ένα από τα ατού της κυβέρνησης, παρόλο που δεν κατάφερε ποτέ να μοιράσει δίκαια τα οφέλη της οικονομικής ανάπτυξης. Η πολιτική της μέχρι σήμερα αύξησε τις οικονομικές ανισότητες και οδήγησε στα όρια της απελπισίας μεγάλο μέρος των εργαζομένων, πράγμα που απεικονίζεται στις απαντήσεις που δίνουν στις διάφορες έρευνες σχετικά με την οικονομική τους κατάσταση και τις προοπτικές διαβίωσής τους. Τώρα, πριν από τις εκλογές η κυβέρνηση προσπαθεί να κάνει κάτι για τη διευκόλυνση των πολιτών.
Δεν αρκεί, όμως, ο Προϋπολογισμός
Ενα από τα προβλήματα που διαχρονικά υπάρχουν στην ελληνική δημόσια διοίκηση είναι ότι θεωρεί ότι ο ρόλος της εξαντλείται στον Προϋπολογισμό. Θεωρεί ότι η δουλειά της αρχίζει και τελειώνει στη σύνταξη ενός Προϋπολογισμού μέσω του οποίου παίρνει λεφτά από όλους και δίνει λεφτά στους δημόσιους υπαλλήλους και ενισχύσεις στους φτωχότερους.
Μένοντας σε αυτή τη λογική η ελληνική οικονομία δεν πρόκειται να απολαύσει κάποια θεαματικά αποτελέσματα.
Για να δούμε πραγματική αλλαγή στις προοπτικές της οικονομίας χρειάζονται μεγάλες αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης και, κυρίως, στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τον ιδιωτικό τομέα. Διότι την ανάπτυξη της οικονομίας, την πραγματική και ουσιαστική αύξηση των εισοδημάτων θα μπορούσε να τη φέρει ο ιδιωτικός τομέας με την προϋπόθεση ότι θα τον άφηνε το κράτος ελεύθερο να τη φέρει.
Μεταρρυθμίσεις
Τι εννοώ; Οτι αν δεν αλλάξει το επιχειρηματικό περιβάλλον, δεν θα γίνουν παραγωγικές ιδιωτικές επενδύσεις, δεν θα αυξηθεί η παραγωγή, δεν θα αυξηθούν οι θέσεις εργασίας και τα εισοδήματα, δεν θα υπάρξει βιώσιμη ανάπτυξη.
Ο ρόλος του κράτους, δηλαδή της κυβέρνησης, σε μια ελεύθερη οικονομία είναι να δημιουργεί ένα υγιές επιχειρηματικό περιβάλλον, να εξασφαλίζει την τήρηση των κανόνων ανταγωνισμού, να διευκολύνει τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων, να ενισχύει τις προσπάθειες των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων να αναπτυχθούν, να αφαιρεί τα εμπόδια εισόδου νέων επιχειρήσεων σε όλους τους κλάδους και να παρέχει αποτελεσματική δικαιοσύνη – την ίδια για όλους και γρήγορα.
Ολα αυτά δεν εξαρτώνται από τον Προϋπολογισμό, αλλά εντάσσονται στις υποχρεώσεις της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης.
Και, δυστυχώς, σε αυτόν τον τομέα η κυβέρνηση δεν έχει να παρουσιάσει επαρκείς επιδόσεις.
Οι επιχειρηματίες κάθε μεγέθους, από τους εκπροσώπους των μεγάλων βιομηχανιών μέχρι τους μικρομεσαίους και τους αυτοπασχολούμενους, βοούν για την ανάγκη αυτών των μεταρρυθμίσεων. Η κυβέρνηση, όμως, διστάζει. Ισως είναι δύσκολο -ιδιαίτερα σε προεκλογικές χρονιές- να τα βάλει με τη γραφειοκρατία, η οποία θέλει να έχει ασφυκτικό έλεγχο σε όλες ανεξαιρέτως τις δραστηριότητες του ιδιωτικού τομέα. Ισως να θεωρεί ότι έχει μεγαλύτερο πολιτικό όφελος δίνοντας στο χέρι των ψηφοφόρων παροχές (έστω και μικρές) απ’ ό,τι θα είχε αν έφτιαχνε ένα υγιές επιχειρηματικό περιβάλλον.
Κάνει λάθος αν σκέφτεται έτσι.
Αν φρόντιζε να διασφαλίσει τον ανταγωνισμό, αν περιόριζε την ισχύ των καρτέλ, δεν θα είχαμε την ακρίβεια που έχουμε σήμερα κι αυτό θα μέτραγε στην τσέπη των πολιτών περισσότερο. Αν περιόριζε τα εμπόδια δημιουργίας νέων επιχειρήσεων και ανάπτυξης των μικρομεσαίων, θα είχαμε αύξηση της παραγωγής και των εισοδημάτων, μείωση των εισαγωγών, αύξηση των θέσεων εργασίας και πολλά παράλληλα οφέλη. Χρειάζονται λοιπόν μεταρρυθμίσεις που δεν έχουν γίνει.
Παράλληλα χρειάζονται και μέτρα τα οποία θα αποκαθιστούσαν τη ρευστότητα στην αγορά και θα συνέβαλαν στην αύξηση των επενδύσεων. Ο ιδιωτικός τομέας πάσχει από ασφυκτική έλλειψη ρευστότητας. Ο νόμος υπάρχει και λέει ότι όλα τα τιμολόγια πρέπει να εξοφλούνται σε τριάντα ημέρες. Τώρα εξοφλούνται σε διαστήματα από τρεις μήνες μέχρι έναν χρόνο. Πρώτος και καλύτερος «ένοχος» είναι το Ελληνικό Δημόσιο, που έχει 4 δισ. ευρώ χρέος στην αγορά και δεν τα δίνει ενώ τα έχει στο ταμείο του. Αυτές οι καθυστερήσεις πνίγουν τους πάντες και καθώς το Δημόσιο δεν το λαμβάνει υπόψη του για την είσπραξη των φόρων, καταλήγουν όλοι να προπληρώνουν φόρους για έσοδα που δεν έχουν εισπράξει και για κέρδη που δεν έχουν πραγματοποιήσει. Οταν το Δημόσιο ούτε πληρώνει, ούτε συμψηφίζει, η αγορά πνίγεται από έλλειψη ρευστότητας.
Για τις παραγωγικές επενδύσεις, οι επιχειρηματίες προτείνουν συγκεκριμένα μέτρα, π.χ. επιτάχυνση των αποσβέσεων, οριακούς φόρους. Η κυβέρνηση δεν τα εφαρμόζει.
Οσο το επιχειρηματικό περιβάλλον όχι μόνο δεν ευνοεί αλλά και εμποδίζει την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα, η οικονομία θα βαλτώνει. Η δημοσιονομική πολιτική και ο ευχάριστος Προϋπολογισμός δεν αρκούν, χρειάζονται μεταρρυθμιστική θεώρηση της αναπτυξιακής πολιτικής και στοχευμένα μέτρα για τη βελτίωση της ρευστότητας και την αύξηση των επενδύσεων.
Πηγή: protothema.gr
