Γράφει η Φώφη Γιωτάκη
Από τον περασμένο Ιούλιο και ενώ το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ κυριαρχούσε στην επικαιρότητα οι περισσότεροι πολιτικοί αναλυτές και δημοσκόποι έδιναν ραντεβού μετά από τη ΔΕΘ για να μπορούν να έχουν μια πιο καλή και κατασταλαγμένη εικόνα για τις τάσεις του εκλογικού σώματος στο δεύτερο μισό της δεύτερης θητείας της Νέας Δημοκρατίας και του Κυριάκου Μητσοτάκη
Η φετινή ΔΕΘ αποτελεί πλέον παρελθόν. Σίγουρα άφησε το αποτύπωμά της, όπως κάθε χρόνο συμβαίνει, αλλά και πολλά αναπάντητα ερωτήματα για τη δυναμική των κομμάτων στον «επόμενο τόνο». Δεν υπήρξε κάποιος πολιτικός αρχηγός που να έφυγε λογικά από τη Θεσσαλονίκη με τη βεβαιότητα ότι η επόμενη χρονιά θα είναι σίγουρα καλύτερη ή στη χειρότερη ίδια με τη φετινή. Όλοι πήγαν και ήρθαν, χωρίς να καταγράψουν «θεαματικά» κέρδη, χωρίς να έχουν κάνει ένα άλμα πολύ μεγαλύτερο από τη φθορά. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός όταν ρωτήθηκε χθες στην τηλεοπτική του συνέντευξη στον Αντέννα για το «αποτύπωμα» αρκέστηκε στην παραδοχή ότι «είναι πολύ φυσιολογικό μία κυβέρνηση, η οποία βρίσκεται πια στον έβδομο χρόνο της διακυβέρνησής της να έχει υποστεί μια φθορά- πόσο μάλλον όταν υπάρχουν πραγματικά προβλήματα, τα οποία οι πολίτες απαιτούν από την κυβέρνηση να λύσει».
Μάλιστα ο Κυριάκος Μητσοτάκης, προκειμένου να εξηγήσει το σκεπτικό τόνισε ότι «πάντα σε μία διακυβέρνηση υπάρχουν αυξομειώσεις στα ποσοστά των κομμάτων, στη δύναμή τους» αλλά και ότι η δική του κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, αν και με μειωμένα ποσοστά, «είναι η κυρίαρχη πολιτική δύναμη στη χώρα». Σωστά; Σωστά. Αλλά αυτή κυβέρνηση, όπως φαίνεται στα περισσότερα γκάλοπ, δεν έχει ακόμη πείσει τους πολίτες ότι μπορεί να αντιμετωπίσει με αποτελεσματικό τρόπο την ακρίβεια κι ότι η αγοραστική τους δύναμη θα συναντήσει καλύτερες μέρες …χθες. Η Νέα Δημοκρατία κινείται εκτός των άλλων με το «επιχείρημα» ότι έχει υπερδιπλάσια ποσοστά –δεν υπάρχει αμφισβήτηση- από το δεύτερο κόμμα κι ότι η κατακερματισμένη αντιπολίτευση δεν μπορεί να «χτίσει» ένα ισχυρό εναλλακτικό πόλο. Πολλά στελέχη της ΝΔ ναι μεν προβληματίζονται για τα «μειωμένα ποσοστά» αλλά συχνά-πυκνά αντιμετωπίζουν την αντιπολίτευση σα να μην υπάρχει άλλος «παίκτης» στο δωμάτιο κι ότι αργά ή γρήγορα θα γίνει αυτό που συνέβη το 2023: τότε που ενώ η Νέα Δημοκρατία βρισκόταν στις δημοσκοπήσεις κοντά στο 32%, πέτυχε ένα αυτοδύναμο αποτέλεσμα στις κάλπες, με διαφορά μάλιστα, περίπου 23 ποσοστιαίων μονάδων από το δεύτερο κόμμα, που ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ υπό τον Αλέξη Τσίπρα.
Ο πρώην πρωθυπουργός ξεκίνησε το φετινό καλοκαίρι αφήνοντας με τις κινήσεις και τη ρητορική του «υπονοούμενα» για την επιστροφή του- περιμένοντας προφανώς ότι ο φετινός Σεπτέμβρης θα ήταν πολύ καλύτερος από αυτόν του 2023 και του 2024 για εκείνον. Πολλοί και όχι άδικα έλεγαν τότε ότι ετοιμάζεται» να «σκοτώσει» τον ΣΥΡΙΖΑ και άλλες δυνάμεις, να κάνει νέο κόμμα και να πλασαριστεί ως ο ισχυρός αντίπαλος απέναντι στον κ. Μητσοτάκη, ποντάροντας στην προσέγγιση όχι μόνο των κεντροαριστερών αλλά και κάποιων απογοητευμένων από τη ΝΔ κεντρώων ψηφοφόρων. Στη χθεσινή δημοσκόπηση της Pulse για τον Σκάι μια πρώτη ανάγνωση δείχνει αφενός ότι η Νέα Δημοκρατία δεν έχει περάσει στη φάση που ό,τι και να λέει ή να κάνει δεν ακούγεται και δεν φτάνει στους πολίτες και αφετέρου ότι ο Αλέξης Τσίπρας παρότι εμφανίστηκε στη Θεσσαλονίκη με συγκεκριμένη στόχευση δεν καταφέρνει να γοητεύσει τους κεντρώους ψηφοφόρους. Έχει σαφώς καλύτερο πέρασμα στους κεντροαριστερούς από τον Ανδρουλάκη αλλά για να πείσει τους κεντρώους πρέπει να κάνει ένα άλμα πολύ μεγαλύτερο από τη φθορά. Κι αν κερδίσει τους κεντρώους –λέμε τώρα- τι θα κάνει με τη δεξαμενή που βλέπει θετικά τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης και δεν απορρίπτει –το αντίθετο- τη λογική ίδρυσης ενός νέου επίσης κόμματος από την άφθαρτη Μαρία Καρυστιανού. Η κυρία Καρυστιανού, όταν ρωτήθηκε προ ημερών για το ενδεχόμενο δεν έδωσε μια απάντηση με την οποία φάνηκε ότι θέλει να κλείσει οριστικά το θέμα. «Δεν περνάει από το μυαλό μου αυτή τη στιγμή. Θα συνεχίσουμε να κάνουμε αυτό που κάνουμε», είπε μεταξύ άλλων στο Κόντρα, παραπέμποντας επί της ουσίας στην κινούμενη άμμο του σημερινού πολιτικού σκηνικού. Αν ο κ. Τσίπρα θέλει πράγματι εκτός από βιβλίο να κάνει και κόμμα, ένα είναι σίγουρο: δεν μπορεί να λάβει αποφάσεις πολύ κοντά στη φετινή ΔΕθ, αλλά θα πρέπει να περιμένει για να μπορεί να «ζυγίσει» με μεγαλύτερη ακρίβεια την κατάσταση και τα περιθώρια για μια επιστροφή με τους καλύτερους δυνατούς όρους.
Το ΠΑΣΟΚ από την άλλη πλευρά αν δεν καταφέρει μέσα στους επόμενους μήνες- μέχρι το τέλος του 2025- να διατηρηθεί καθαρά δεύτερο κόμμα και να μειώσει σημαντικά τη ψαλίδα με τη Νέα Δημοκρατία, θα βρεθεί ξανά σε ένα πολύ δύσβατο περιβάλλον, αφήνοντας χρόνο και χώρο πχ στις επιδιώξεις του κ. Τσίπρα και όλων όσοι αναμένουν το εγχείρημα για να εξασφαλίσουν πρόσβαση (και την επανεκλογή τους) στην επόμενη μέρα. Στις δημοσκοπήσεις η Πλεύση Ελευθερίας βλέπει να χάνει δυνάμεις και στο σενάριο συγκρότησης κόμματος από την κυρία Καρυστιανού κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει την κινητικότητα που θα δημιουργηθεί και σε ποιους θα φτάσει ως …τσουνάμι. Το γεγονός ότι ο κ. Μητσοτάκης επαναλαμβάνει ότι οι εκλογές θα γίνουν το 2027, παρότι ακόμη και «γαλάζιοι» δεν αποκλείουν το «νωρίτερα», δημιουργεί εκ των πραγμάτων την αίσθηση μιας προεκλογικής περιόδου σε αναμονή, όπου όποιος έχει «κάτι να πει για τις ζωές μας» μπορεί να ανακατέψει για τα καλά την τράπουλα. Στην παρούσα φάση πάντως και ενώ οι άμεσα ενδιαφερόμενοι ανέμεναν μια πιο καθαρή εικόνα για τις τάσεις της κοινής γνώμης τον Σεπτέμβριο δεν υπάρχουν νέες βεβαιότητες για την κυβερνητική παράταξη και τα κόμματα της αντιπολίτευσης- αντιθέτως καταγράφεται μεγαλύτερη κινητικότητα στους «αναποφάσιστους», στη γνωστή «γκρίζα ζώνη». Όπως λέει και το δημοφιλές συγκρότημα Green Day στο γνωστό τραγούδι «ξύπνα με, όταν ο Σεπτέμβρης, τελειώσει»…
Πηγή: protothema.gr