Το αδιέξοδο που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας σε σχέση με τις σχέσεις της με την Αλβανία, τη Βόρεια Μακεδονία και την Τουρκία δημιουργεί προκλήσεις πολυεπίπεδης φύσης. Η αδυναμία στην αντιμετώπισή τους μπορεί να οδηγήσει σε αποδυνάμωση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας και ακόμη και σε εσωτερικές πολιτικές αντιδράσεις.
Η κρίσιμη κατάσταση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, ειδικά με τις τελευταίες εξελίξεις στην περιοχή, έχει τονίσει την ανεπάρκεια της πολιτικής διαχείρισης από την πλευρά του Υπουργείου Εξωτερικών. Ενώ ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιχειρεί να υπερασπιστεί την κυβερνητική του πολιτική με έννοιες όπως ο “υπεύθυνος πατριωτισμός”, δεν προσφέρει συγκεκριμένες εξηγήσεις ή πολιτικές προτάσεις για την αντιμετώπιση των προκλήσεων παρά μόνο το δόγμα του κατευνασμού και της φαινομενικής ηρεμίας στο πεδίο.
Η έλλειψη σαφούς κατευθυντήριας γραμμής στην εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης ΝΔ μπορεί να οδηγήσει σε περαιτέρω διαπραγματεύσεις κάτω από την πίεση είτε τετελεσμένων γεγονότων που μεθοδικά χτίζουν οι Τούρκοι, είτε των συμμάχων που δεν θα εξυπηρετούν τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας.
Η αναφορά του υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας, Χακάν Φιντάν, στις εξαγγελίες της κυβέρνησης και λίγες ώρες μετά τη συνάντηση Ερντογάν- Μητσοτάκη για τη δημιουργία θαλάσσιων πάρκων αποτελεί μια ακόμη ένδειξη των περίπλοκων πολιτικών σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Αυτή η δήλωση αποτελεί ένα παράδειγμα των προκλήσεων που αντιμετωπίζει η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης ΝΔ και του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Η απάντηση του Φιντάν είναι απολύτως συνεπής με την τουρκική θέση ως προς την υφαλοκρηπίδα και τα θαλάσσια σύνορα που εκθέτει την Ελλάδα. Η δήλωσή του υπογραμμίζει τη σοβαρότητα του θέματος και την ανάγκη να ξυπνήσει από τη νιρβάνα το Υπουργείο Εξωτερικών.
Η ανταπόκριση του Μαξίμου σε αυτήν την κατάσταση θα πρέπει να είναι προσεκτική και ενεργητική, δίνοντας έμφαση στη διπλωματία και τη διαπραγμάτευση για την επίλυση των διαφορών, ενώ ταυτόχρονα πρέπει να προστατεύει τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας καταγγέλλοντας την Τουρκία όταν παραβιάζει τους κανόνες του διεθνούς δικαίου.
Ειδικά με την προσεχή σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ και την αναμενόμενη συνάντηση με τον Ερντογάν, είναι απαραίτητο οι ελληνικές θέσεις να είναι σαφείς και να υποστηρίζονται από συγκεκριμένες δράσεις.
Προτού ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης παραστεί σε συνάντηση του ΝΑΤΟ, είναι επιτακτική η ανάγκη να διευκρινίσει την πολιτική του κυβέρνησης σε σχέση με τις χώρες που αποτελούν το τριπλό πρόβλημα. Παράλληλα, είναι σημαντικό να γίνουν συγκεκριμένες κινήσεις που θα ενισχύσουν την εθνική ασφάλεια και τα συμφέροντα της Ελλάδας στην περιοχή.
Η απάντηση της Ελλάδας σε αυτές τις προκλήσεις έχει περιορισμένη αποτελεσματικότητα λόγω του εγκλωβισμού της σε συμμαχίες και διεθνείς σχέσεις που δεν εξυπηρετούν πάντα τα εθνικά συμφέροντά της. Οι διαπραγματεύσεις και οι συμμαχίες που επιδιώκονται ενίοτε επιδεινώνουν την αντιπαράθεση με τους γείτονες και μπορεί να οδηγήσουν σε αδιέξοδο καθώς η Ελλάδα δεν επιμένει σε ανταποδοτικές ενέργειες παραμένοντας παθητικός και πρόθυμος παίκτης.
Εν τέλει, η Ελλάδα βρίσκεται σε μια δύσκολη θέση όπου η ισχύς της χάνεται μέσα από τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει από τους γείτονές της και την εγκλωβισμένη της θέση σε συμμαχίες που δεν είναι πάντα στο συμφέρον της. Η απόφαση για την αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων απαιτεί προσεκτική ανάλυση και διαχείριση των σχέσεων της με τους γείτονές της, καθώς και μια πιο ισχυρή διπλωματική προσέγγιση.
Η εξάρτηση της Ελλάδας από τις Ηνωμένες Πολιτείες αποτελεί έναν πρόσθετο παράγοντα που επηρεάζει την ισχύ της. Αν και η υποστήριξη από τους συμμάχους μπορεί να είναι απαραίτητη και ευπρόσδεκτη σε ορισμένες περιπτώσεις, η υπερβολική εξάρτηση μπορεί να δημιουργήσει κινδύνους.
Η συνεχής απόκλιση στην εξωτερική πολιτική και η επίκληση στη βοήθεια των Ηνωμένων Πολιτειών για την αντιμετώπιση διεθνών προκλήσεων μπορεί να μειώσει την αυτονομία της Ελλάδας και να αποδυναμώσει τη θέση της στο διεθνές προσκήνιο. Επιπλέον, η εξάρτηση από τις ΗΠΑ μπορεί να δημιουργήσει ανησυχίες σε άλλους εταίρους ή γείτονες, καθώς μπορεί να ερμηνευτεί ως έλλειψη ανεξαρτησίας και αυτονομίας στην εξωτερική δράση.
Για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος, η Ελλάδα πρέπει να επιδείξει μεγαλύτερη διαφοροποίηση στις εξωτερικές της σχέσεις και να αναζητήσει περισσότερους ανεξάρτητους διπλωματικούς δρόμους. Επιπλέον, πρέπει να επενδύσει στην ενίσχυση της ιδίας της ισχύος και αυτονομίας σε πολιτικό, οικονομικό και αμυντικό επίπεδο, ώστε να είναι σε θέση να ανταπεξέλθει στις προκλήσεις ανεξάρτητα από την υποστήριξη τρίτων χωρών.