Κατώτατος μισθός: Άρχισαν οι διαβουλεύσεις για την αύξηση – Είναι αρκετή;

Την ώρα που η ακρίβεια έχει «κολλήσει» στα ύψη στα είδη πρώτης ανάγκης, οι πολίτες καλούνται να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη και για την κάλυψη των εκπαιδευτικών αναγκών των παιδιών τους.

Την 1η Απριλίου αναμένεται να περαστεί η νέα αύξηση στον κατώτατο μισθό. Ήδη οι διαβουλεύσεις βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη ωστόσο σύμφωνα με τα στοιχεία νέας έρευνας, αυτή δεν είναι αρκετή. Και αυτό γιατί την ώρα που η ακρίβεια έχει «κολλήσει» στα ύψη στα είδη πρώτης ανάγκης, οι πολίτες καλούνται να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη και για την κάλυψη των εκπαιδευτικών αναγκών των παιδιών τους.

Οι διαβουλεύσεις

Οι διαβουλεύσεις για την αύξηση του κατώτατου μισθού έχουν αρχίσει και θα ολοκληρωθούν το αργότερο στις 22 Μαρτίου. Τότε, θα υποβληθεί η εισήγηση της υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Δόμνας Μιχαηλίδου, προς το υπουργικό συμβούλιο για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού των υπαλλήλων και του κατώτατου ημερομισθίου των εργατοτεχνιτών. Πρόκειται για την τέταρτη διαδοχική αύξηση του κατώτατου μισθού, στην οποία προχωρά η κυβέρνηση. Από 650 ευρώ το 2019, ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε σε 663 ευρώ τον Ιανουάριο του 2022, σε 713 ευρώ τον Μάιο του 2022 και, από τον Απρίλιο του 2023, έφτασε τα 780 ευρώ.

Ιδιαίτερα σημαντικό είναι ότι η νέα αύξηση θα εφαρμοστεί, πριν από την έναρξη της θερινής περιόδου και θα αφορά και τους εργαζόμενους στον τουριστικό κλάδο. Επιδίωξη είναι η ενίσχυση των εισοδημάτων των εργαζομένων και η διαφύλαξη της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Παράλληλα, η αύξηση, η οποία δρομολογείται, θα ανακουφίσει όχι μόνο όσους αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, αλλά και όσους είναι δικαιούχοι επιδομάτων που έχουν ως βάση υπολογισμού τον κατώτατο μισθό ή το κατώτατο ημερομίσθιο.

Το υπουργείο Εργασίας διαβεβαιώνει ότι θα υλοποιηθεί στο ακέραιο η δέσμευση της κυβέρνησης για κατώτατο μισθό στα 950 ευρώ και μέσο μισθό στα 1.500 ευρώ σε ορίζοντα τετραετίας. Όπως σημειώνουν κυβερνητικά στελέχη, πρόκειται για έναν απόλυτα ρεαλιστικό και εφικτό στόχο. Ταυτόχρονα, ευνοημένοι είναι οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα και από το «ξεπάγωμα» των τριετιών, χωρίς αναδρομική ισχύ για την περίοδο από τις 14 Φεβρουαρίου 2012 έως και τις 31 Δεκεμβρίου 2023.

Είναι αρκετή;

Την ώρα των διαβουλεύσεων για την αύξηση του κατώτατου μισθού μια νέα έρευνα που διεξήχθη δείχνει τη ζοφερή πραγματικότητα. Ένας στους τρεις εργαζόμενους ξοδεύει έναν ολόκληρο μισθό σε εκπαιδευτικές δαπάνες. Η έρευνα της ΓΣΕΕ που έγινε σε συνεργασία με την εταιρεία Alco σε εργαζόμενους ιδιωτικού τομέα εξάγει χρήσιμα συμπεράσματα και αποτυπώνει τον εξετασιοκεντρικό τρόπο λειτουργίας του εκπαιδευτικού συστήματος.

Συγκεκριμένα το 74% του δείγματος δηλώνει ότι τους τελευταίους 12 μήνες έχει καταβάλει δαπάνες για φροντιστήρια. Συγκεκριμένα, το 36% αφορούσε φροντιστήρια ενίσχυσης της σχολικής επίδοσης, ενώ ένα ακόμα 38% χρειάστηκε να πληρώσει ιδιωτικές υπηρεσίες διδασκαλίας ξένων γλωσσών για τα παιδιά του, παρά το γεγονός ότι η διδασκαλία ξένων γλωσσών συμπεριλαμβάνεται στα αναλυτικά προγράμματα της δωρεάν υποχρεωτικής και μέσης εκπαίδευσης. Επισημαίνεται ότι από το ποσοστό του δείγματος των εργαζομένων, των οποίων τα παιδιά φοιτούν στο Λύκειο, δεν υπάρχει ούτε ένας που να μην καταβάλει δίδακτρα για φροντιστήρια και φροντιστήρια ξένων γλωσσών, ενώ ήδη από το Γυμνάσιο τα αντίστοιχα ποσοστά ανέρχονται στο 80% για φροντιστήρια και 80% για φροντιστήρια ξένων γλωσσών.

Επίσης ένας στους δύο εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα (49%) καταβάλλει τουλάχιστον 500 ευρώ σε εκπαιδευτικές δαπάνες για τα παιδιά του σε μηνιαία βάση, ενώ το 30% ξοδεύει τουλάχιστον 750 ευρώ, δηλαδή σχεδόν τουλάχιστον έναν μηνιαίο κατώτατο μισθό.

Οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα με παιδιά εκτιμούν ότι οι ιδιωτικές δαπάνες για την εκπαίδευσή τους είναι ανελαστικές και δύσκολα μπορούν να μειωθούν. Έτσι, εμφανίζεται μόνο ένα 9% να δηλώνει ότι τις μείωσε σημαντικά, ένα 48% λίγο και ένα 43% καθόλου.

Όπως είναι αναμενόμενο, οι μειώσεις είναι ευθέως ανάλογες του ύψους του οικογενειακού εισοδήματος. Στα οικογενειακά εισοδήματα μέχρι 1.000 ευρώ τον μήνα, μόνο το 14% δηλώνει ότι δεν προχώρησε σε καμία μείωση των εκπαιδευτικών δαπανών, ενώ το 86% δηλώνει ότι προχώρησε σε μειώσεις δαπανών.

Στον αντίποδα, το 100% των μηνιαίων οικογενειακών εισοδημάτων άνω των 2.500 ευρώ, δηλώνει ότι δεν έχει προχωρήσει σε απολύτως καμία περικοπή. Από την κατανομή των απαντήσεων σε συσχέτιση με το εισόδημα, είναι εμφανείς οι ενδείξεις σημαντικής εκπαιδευτικής και κοινωνικής ανισότητας μεταξύ χαμηλών και υψηλών μηνιαίων αποδοχών.

Τέλος, το 91% των συμμετεχόντων στο δείγμα δηλώνει ότι τα τελευταία τρία χρόνια το κόστος των εκπαιδευτικών δαπανών αυξάνεται συνεχώς. Παράλληλα, ένα 20% των απαντήσεων του δείγματος δηλώνει ότι λαμβάνει υποστήριξη από συγγενείς του ευρύτερου οικογενειακού περιβάλλοντος, προκειμένου να καλύψει τα κόστη των οικογενειακών ιδιωτικών εκπαιδευτικών δαπανών».

Η ακρίβεια… τελειώνει τους μισθούς

Στα παραπάνω έρχεται να προστεθεί και ο «πονοκέφαλος» της ακρίβειας στα είδη πρώτης ανάγκης. Τις μεγάλες αλλαγές στην καταναλωτική συμπεριφορά, λόγω των πληθωριστικών πιέσεων, καταδεικνύει έρευνα που πραγματοποίησε το Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ), με δείγμα 1.000 καταναλωτές τον Νοέμβριο 2023. Συγκεκριμένα, ξεκάθαρη είναι η τάση των καταναλωτών για εξοικονόμηση χρημάτων για τις αγορές βασικών αγαθών και υπηρεσιών και δευτερευόντως διαχείρισης χρημάτων. Μάλιστα, μεγαλύτερη είναι η πίεση στη μείωση των δαπανών για βασικές υπηρεσίες και λιγότερο για βασικά αγαθά.

Αναλυτικότερα, ποσοστό 75% (έναντι 71% τον Ιανουάριο 2023) του κοινού δηλώνει ότι έχει ακυρώσει δαπάνες διασκέδασης όπως είναι η εστίαση, οι διακοπές, τα ταξίδια κ.α. Το 52% (έναντι 50% τον Ιανουάριο) του κοινού δηλώνει ότι έχει αναβάλει εργασίες συντήρησης και επισκευής, π.χ. στο σπίτι ή στο αυτοκίνητο. Το 55% (έναντι 55% τον Ιανουάριο) δηλώνει ότι έχει μειώσει συνολικά τις αγορές σε είδη τροφίμων και είδη παντοπωλείου. Το 48% (έναντι 40% τον Ιανουάριο) δηλώνει ότι έχει αλλάξει μάρκα-επωνυμία προϊόντος. Το 28% (έναντι 24% τον Ιανουάριο) δηλώνει ότι έχει χρησιμοποιήσει χρήματα από τις αποταμιεύσεις του προκειμένου να καλύψει τις αγορές του. Το 28% (έναντι 29% τον Ιανουάριο) έχει αναβάλει την πληρωμή λογαριασμών ή έχει προχωρήσει σε στάση πληρωμής των υποχρεώσεων του. Το 15% (έναντι 11% τον Ιανουάριο) δηλώνει ότι έχει αυξήσει τον χρόνο εργασίας ή έχει βρει δεύτερη εργασία προκειμένου να αυξήσει το εισόδημα του. Μόλις 4% του κοινού δηλώνουν ότι δεν έχουν λάβει κανένα απολύτως μέτρο για την αντιμετώπιση των πληθωριστικών πιέσεων.

Back to top button
Our site uses cookies to improve your browsing experience and provide you with personalized content. By continuing to use our site, you agree to our cookie policy.