Γράφει ο Νίκος Γιαννόπουλος
Παρακολουθώντας τη μάλλον αγωνιώδη προσπάθεια του ΠΑΣΟΚ να φορέσει το καλό κοστούμι με το οποίο μεσουράνησε στο πολιτικό σκηνικό της χώρας για τουλάχιστον 30 χρόνια και να γίνει πάλι μέρος ενός σκληρού δικομματισμού, δεν μπορεί κανείς να μην κοιτάξει στο εξωτερικό για να παρατηρήσει τις επιδόσεις “αδελφών”, με το πάλαι ποτέ ριζοσπαστικό κίνημα, κομμάτων.
Πριν φτάσουμε όμως εκεί, ας επιχειρήσουμε μία πολύ σύντομη ιστορική αναδρομή της δράσης του ΠΑΣΟΚ ανά το χρόνο, ιδιαίτερα από τη στιγμή που έγινε κυβέρνηση το 1981 μέχρι την κατάρρευσή του το 2011-2012. Ηταν ένα κόμμα που ήξερε να ελίσσεται αν μην τι άλλο. Ο ριζοσπαστισμός του Ανδρέα Παπανδρέου, που-κατά τα ψέμματα-έφερε μικρές επαναστάσεις στην ελληνική κοινωνία, με τον καιρό λειάνθηκε. Οταν το κόμμα κατέληξε στα χέρια του “σοσιαλιστή-τεχνοκράτη” Κώστα Σημίτη το 1996 ακολούθησε τον τρίτο δρόμο προς το σοσιαλισμό που με μαθηματική ακρίβεια το οδήγησε στον εκλογικό όλεθρο του 2012.
Γιατί; Διότι το ΠΑΣΟΚ, χωρίς να το ομολογεί τυπικά, ασπάστησε ουσιαστικά το δόγμα της ΤΙΝΑ φιλώντας στο στόμα τον νεοφιλελευθερισμό. Υπενθμίζουμε εδώ ότι ο Κώστας Σημίτης ήταν ο πρώτος Ελληνας πρωθυπουργός που μίλησε για “απασχόληση” αντί για δουλειά και για “απασχολήσιμους” αντί για εργαζόμενους. Οι κυβερνήσεις του καθιέρωσαν στην Ελλάδα για πρώτη φορά τη μερική απασχόληση (στο δρόμο προς τη συμμετοχή της χώρας στην ΟΝΕ) και παραχώρησαν επιπλέον ζωτικό χώρο στο εγχώριο και στο ξένο κεφάλαιο που συνέχιζε να κερδίζει έδαφος έναντι της εργασίας.
Ολα τα παραπάνω παρουσιάστηκαν σχεδόν ως αναπότρεπτα και υποχρεωτικά. Οι εποχές, απολογούνται οι Σημιτικοί, είχαν αλλάξει, ο διπολικός κόσμος είχε πια μόνο έναν πόλο (τις ΗΠΑ) και το οικονομικό μοντέλο ήταν ένα επίσης: το νεοφιλελεύθερο. Ο διάδοχος του Κώστα Σημίτη, Γιώργος Παπανδρέου, δεν άλλαξε επί της ουσίας πολλά πράγματα. Εδωσε κάποια λίγα δείγματα γραφής (με τη νομοθέτηση της Διαύγειας για παράδειγμα) αλλά εν συνεχεία έσκασε στα χέρια του η απασφαλισμένη βόμβα της οικονομίας που του παρέδωσε ίσως ο πιο μοιραίος Πρωθυπουργός της μεταπολίτευσης, ο Κώστας Καραμανλής.
Εκτοτε, το ΠΑΣΟΚ μίκρυνε τόσο που κατήντησε παρακολούθημα και μικρός κυβερνητικός εταίρος (!) της ολοένα και πιο αντιδραστικής, ειδικά στη σαμαρική της εκδοχή, Νέας Δημοκρατίας.
Η τομή ιστορικών διαστάσεων
Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-2009, έστω και αν στις υπόλοιπες χώρες δεν βιώθηκε με την ένταση που βιώθηκε στην Ελλάδα, δημιούργησε μία τομή στον τρόπο με τον οποίο πολιτεύονταν πια τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης (άλλοτε επαναστατικά και στη συνέχεια τουλάχιστον προοδευτικά). Το γαλλικό, για παράδειγμα, επέλεξε να μην αλλάξει καθόλου ρότα μέχρι που σχεδόν αφομοιώθηκε από το εκλογικό πείραμα του Μακρόν. Οι Γάλλοι σοσιαλιστές εξακολουθούν να αγνοούνται.
Στη Γερμανία, ο τελευταίος, πριν τον Ολαφ Σολτς, σοσιαλιστής Καγκελάριος, ο Γκέρχαρντ Σρέντερ, όχι μόνο επέβαλλε το σύνολο του νεοφιλεύθερου δόγματος στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωπαϊκής Ενωσης αλλά μετά το τέλος της πολιτικής του καριέρας, ανέλαβε υψηλά αμοιβόμενη θέση σε ρωσική πολυεθνική! Οι Χριστιανοδημοκράτες, υπό την Αγκελα Μέρκελ, κυβέρνησαν επί τέσσερις τετραετίες, ενίοτε με το SPD ως κυβερνητικό εταίρο! Τα ύστερα του κόσμου.
Οι Ιταλοί σοσιαλιστές, τέλος, αποτελούν μία ομάδα μόνοι τους. Εξαϋλώθηκαν επίσης! Το τωρινό τους αποτύπωμα είναι πραγματικά πολύ μικρό.
Ομως υπάρχει και το παράδειγμα της Ισπανίας το οποίο κινήθηκε σε μία τελείως διαφορετική λογική. Οι βαρωνίες (ειρήσθω εν παρόδω είναι απορίας άξιο γιατί ο συγκεκριμένος χαρακτηρισμός ενοχλεί κάποιους μέσα στο ΠΑΣΟΚ) του PSOE ήθελαν ένα κόμμα ελεγχόμενο, πολύ κοντά στις επιλογές του Φελίπε Γκονθάλεθ και του Χοσέ Λουίς Θαπατέρο, κοντά δηλαδή στην ΤΙΝΑ και στο μονόδρομο του “τρίτου δρόμου”.
Οταν τα ηνία τα ανέλαβε ο Πέδρο Σάντσεθ, η αριστερά στη χώρα είχε γίνει πια, λόγω και της κρίσης, ιδιαίτερα υπολογίσιμη δύναμη. Ο Σάντσεθ, αφού προκάλεσε την πτώση του διεφθαρμένου Ραχόι, επέλεξε, προς γενική κατάπληξη και δυσαρέσκεια του κατεστημένου, την αριστερά ως κυβερνητικό σύμμαχο.Ακούσε τη βάση που φώναζε κάτω από τα γραφεία του κόμματος “Con Ciudadanos no” (σσ με τους “Πολίτες” όχι) καλώντας τον να μην συμμαχήσει με το κεντροδεξιό μόρφωμα, ανάλογο του “Ποταμιού” στην Ελλάδα.
Προφανώς, στην Ισπανία η κυβέρνηση Σοσιαλιστών και Αριστεράς δεν εγκαθίδρυσε κάποιον σοσιαλιστικό παράδεισο στην Ιβηρική. Σε πολλά θέματα όμως επέλεξε άλλο πολιτικό μονοπάτι, περισσότερο δύσβατο αλλά εν τέλει χρήσιμο για τους πολλούς. Στα εργασιακά, η Υπουργός Γιολάντα Ντίαθ, προερχόμενη από το ισπανικό κομμουνιστικό κόμμα, είπε πολλά όχι, έδωσε μάχες, άλλες κερδισμένες και άλλες χαμένες και βοήθησε στο μέτρο του δυνατού τον Ισπανό και την Ισπανίδα εργαζόμενη.Ακόμα και στο φλέγον, για την Ισπανία, καταλανικό ζήτημα, ο Σάντσεθ δεν παρασύρθηκε από τα ουρλιαχτά του εθνικισμού που ακούγονταν εντός και του δικού του κόμματος. Αναζήτησε μία φόρμουλα συμβιβαστικη που τελικά επέβαλλε.
Το παράδειγμα της Ισπανίας (αλλά και της Πορτογαλίας) κατέδειξε στην πράξη ότι δεν υπάρχει μόνο ένας δρόμος και ότι η σοσιαλδημοκρατία ερωτεύτηκε τα προηγούμενα χρόνια τον νεοφιλελευθερισμό όχι από ανάγκη (όπως υποστηριζόταν) αλλά από επιλογή. Ας μη φοβόμαστε να το πούμε. Οι άνθρωποι ήταν κατά βάση δεξιοί, ιδιαίτερα στον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζαν τις προκλήσεις στην οικονομία. Εγιναν ένα με το σύστημα γιατί το ήθελαν, γιατί στο τέλος της ημέρας, αυτό επιθυμούσαν να κάνουν.
Το ΠΑΣΟΚ έχει μπροστά του λοιπόν δύο δρόμους. Είτε να θυμηθεί τις ρίζες του επιχειρώντας παράλληλα ένα σύχρονο πάντρεμα των ιδεολογικών του καταβολών με τις σύγχρονες συνθήκες, είτε να ψάξει να βρει μία φθηνή απομίμηση του Κυριάκου Μητσοτάκη (το μείγμα πολιτικής της οποίας θα εμπεριέχει και κάποιους σοσιαλδημοκρατικούς κόκκους). Με έκπληξη διαπιστώνουμε ότι πραγματικές τάσεις ρήξης με το κατεστημένο, πολιτικό και οικονομικό της χώρας, δεν έχει ΚΑΝΕΙΣ από τους έξι υποψηφίους. Δύο τουλάχιστον εξ αυτών θα αντιμετώπιζαν με πολύ θετικό μάτι μία συνεργασία με τη Νέα Δημοκρατία δείχνοντας ότι η δεκαετία του 10 δεν τους δίδαξε απολύτως τίποτα. Αλλοι επιχειρούν να πατήσουν σε δύο βάρκες.
Ας δούμε όμως τα πράγματα λίγο πιο γενικά, μέσα από την όψη της κοινωνικής πλειοψηφίας. Με το πηδάλιο της χώρας να έχει στρίψει πια πολύ δεξιά (με ευθύνη, σ’ αυτό, και του ΠΑΣΟΚ που δεν μπορεί να απαλλαγεί από το συντηρητισμό του παρελθόντος), χρειάζονται ισχυρά προοδευτικά, κεντροαριστερά και αριστερά αναχώματα, έτσι ώστε το καράβι να μην πέσει στη ξέρα του νεοφασισμού (ορμπανισμού, ή όπως αλλιώς θέλετε να βαπτίσουμε τη νέα τάση που θέλει να κυριαρχήσει στην Ευρώπη).
Αν το ΠΑΣΟΚ στρίψει και αυτό δεξιά, παρά τα αντιθέτως θρυλούμενα, τότε οι λαϊκές μάζες στη χώρα δεν θα έχουν πολιτική έκφραση παρά μόνο από μία αριστερά που αντιμετωπίζει εξαιρετικά σοβαρά προβλήματα συνοχής και από μία αποχαλινωμένη, γεμάτη αυτοπεποίθηση, ακροδεξιά που παρουσιάζεται έτοιμη να προσφέρει στους από κάτω τις εύκολες λύσεις που πάντα αγαπά να σερβίρει. Προσώρας πολύς κόσμος δείχνει να προτιμά, δυστυχώς, τη δεύτερη επιλογή (μεγάλη ευθύνη εδώ της αριστεράς και της σοβαρής ασθένειας του Κασσελακισμού). Γι’ αυτό και φουσκώνουν δημοσκοπικά τα πολιτικά “τίποτα”.
Συμπερασματικά, το ΠΑΣΟΚ έχει μεγάλη ευθύνη μπροστά στην ιστορία. Και τη δική του αλλά και της χώρας. Αν συνεχίσει στο δρόμο του να φαίνεται μία πιο light ΝΔ (νεοφιλελευθερισμός με ανθρώπινο πρόσωπο) θα πάρει στο λαιμό του, εκτός των άλλων, και την πιο μορφωμένη γενιά που ανέδειξε αυτή η χώρα και η οποία συνεχίζει να μεταναστεύει μαζικά στο εξωτερικό. Αν έχει άλλο, προοδευτικό, ανατρεπτικό, σχέδιο, ίσως τότε η Κεντροαριστερά αποκτήσει μία ευκαιρία να απαλλάξει τη χώρα από τους μαθητευόμενους μάγους της διαφθοράς που κυβερνούν.
Εν τέλει: Ναι, οι εκλογές στο ΠΑΣΟΚ έχουν σημασία…
Πηγή: news247.gr