Αυξήσεις μισθών στον ορίζοντα;

Γράφει ο Παντελής Καψής

Πολιτικά η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων ήταν μια επιτυχία για την κυβέρνηση
Για πολλούς εργαζόμενους, όπως όσους εργάζονται στη βιομηχανία μετάλλου και δεν υπάγονταν στη σύμβαση του κλάδου, θα σημάνει άμεση αύξηση των αποδοχών. Για άλλους, ανάμεσα τους πολλοί από όσους αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, θα το κάνει σε βάθος χρόνου. Αυτό λοιπόν που δεν έκανε η αριστερά όταν ανακοίνωσε ο Αλέξης Τσίπρας στην Ιθάκη την έξοδο από τα μνημόνια, το έκανε, με καθυστέρηση έστω, ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Αρχίζουν να αχνοφαίνονται και οι εκλογές άλλωστε. Φυσικά με λίγο σπρώξιμο από την Ευρώπη η οποία θεωρεί πως το 80% των εργαζομένων θα πρέπει να καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις. Σε εμάς το ποσοστό ήταν 85% πριν από την κρίση και σήμερα βρίσκεται στο 20%.

Πέρα από την Ευρωπαϊκή οδηγία υπάρχουν σοβαροί οικονομικοί και κοινωνικοί λόγοι που κάνουν επιθυμητή την αύξηση των μισθών. Το 2019 το μερίδιο της εργασίας στο εθνικό εισόδημα ήταν στο 39% και μειώθηκε σχεδόν στο 35% το 2023. Στην Ευρώπη το αντίστοιχο ποσοστό είναι 47%. Το μερίδιο της ανάπτυξης το πήραν κυρίως οι επιχειρήσεις. Αυτό δεν σημαίνει ότι μειώθηκαν οι αποδοχές των εργαζομένων. Το πραγματικό τους εισόδημα έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Τα κέρδη ωστόσο αυξήθηκαν πολύ περισσότερο.

Ένα δεύτερο στοιχείο που κάνει κοινωνικά επιθυμητή την επέκταση των συλλογικών συμβάσεων είναι ότι σήμερα ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό των εργαζομένων αμείβεται με τον κατώτατο μισθό σε σχέση με το τι συνέβαινε πριν από την κρίση. Όσοι από αυτούς υπαχθούν σε συλλογικές συμβάσεις θα δουν τις αποδοχές τους να αυξάνονται άμεσα.

Εδώ βέβαια χρειάζονται διευκρινίσεις. Ο κατώτατος μισθός με βάση τις αποφάσεις της κυβέρνησης, αυξήθηκε κατά 35% σε σχέση με το 2019, σημαντικά πάνω από τον πληθωρισμό δηλαδή. Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα είχε αυξηθεί περισσότερο αν καθοριζόταν από τους κοινωνικούς εταίρους.

Το πρόβλημα ωστόσο είναι βαθύτερο. Την περίοδο 2019-2025 η ανεργία μειώθηκε εντυπωσιακά από το 17% στο 8,1%. Μειώθηκε δηλαδή στα επίπεδα προ κρίσης. Είναι φανερό όμως ότι αυτό έγινε με πολύ χαμηλούς μισθούς. Έτσι οι εργαζόμενοι οι οποίοι αμείβονται με τον κατώτατο αυξήθηκαν από 150.000 το 2019 σε 650.000. Ένα πρώτο ερώτημα το οποίο προκύπτει λοιπόν είναι αν η μείωση της ανεργίας επιτεύχθηκε χάρη στους χαμηλούς μισθούς και αν θα συνεχίσει να μειώνεται σε περίπτωση που μπούμε σε έναν κύκλο αυξήσεων πάνω από την αντοχή των μικρών κυρίως επιχειρήσεων οι οποίες αποτελούν και την πλειοψηφία στην οικονομία. Η εμπειρία πριν από την κρίση δεν είναι ενθαρρυντική. Τότε ΣΕΒ και ΓΣΕΕ συμφωνούσαν αυξήσεις πολύ πάνω από την αύξηση της παραγωγικότητας. Το αποτέλεσμα ήταν η διατήρηση της ανεργίας σταθερά σε υψηλά επίπεδα αλλά και η πτώση της ανταγωνιστικότητας. Παράγοντες οι οποίοι συνέβαλαν καθοριστικά στην χρεοκοπία. Η λύση της τρόικας ήταν η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων ώστε να επιτευχθεί η περίφημη εσωτερική υποτίμηση με την κατακόρυφη πτώση των μισθών.

Όπως είναι γνωστό μια οικονομία αντέχει τις αυξήσεις των μισθών όταν συμβαδίζουν με την αύξηση της παραγωγικότητας. Η τελευταία ωστόσο εξαρτάται από τις επενδύσεις. Για τη δική μας περίπτωση αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την εξάλειψη του επενδυτικού κενού. Τα τελευταία χρόνια αυτό καλυπτόταν, εν μέρει έστω, από τα ευρωπαϊκά κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης. Αυτά ωστόσο λήγουν το 2026. Αν θέλουμε να πετύχουμε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης θα πρέπει να αντικατασταθούν και να αυξηθούν από ιδιωτικές επενδύσεις. Έτσι η μεγαλύτερη αύξηση του μεριδίου των κερδών στο ΑΕΠ σε σχέση με την εργασία μπορεί να ιδωθεί και σαν μια προσπάθεια απελευθέρωσης πόρων για επενδύσεις. Η αύξηση των κερδών με άλλα λόγια είναι επιθυμητή αν θέλουμε ισχυρές επιχειρήσεις που θα προσφέρουν απασχόληση και θα κάνουν επενδύσεις. Με την καθόλου αυτονόητη προϋπόθεση φυσικά ότι τα αυξημένα κέρδη θα επενδυθούν και δεν θα γίνουν ακίνητα ή ράβδοι χρυσού.

Τα τελευταία χρόνια πράγματι οι ιδιωτικές επενδύσεις έχουν αυξηθεί σημαντικά. Εξακολουθούμε ωστόσο να υστερούμε σε σχέση με την Ευρώπη. Χαρακτηριστικά στην Ελλάδα οι επενδύσεις αποτελούν το 16% του ΑΕΠ όταν ο μέσος όρος στην Ευρώπη είναι 21%. Παρά τις μεταρρυθμίσεις που έχουν γίνει δηλαδή υπάρχει ακόμα πολύ δρόμος, δυστυχώς όμως όχι και πολύ χρόνος. Ιδίως αν συνυπολογιστεί και η δημογραφική κρίση η οποία συμπιέζει τους ρυθμούς ανάπτυξης. Είναι ενδεικτικό ότι με βάση τον δημοσιονομικό προγραμματισμό, αν δεν αλλάξει κάτι, η ανάπτυξη θα πέσει στο 1,3% το 2029.

Ιδού λοιπόν πεδίο δόξης λαμπρό για τους κοινωνικούς εταίρους. Να πετύχουν συμφωνίες οι οποίες θα στηρίζονται στα πραγματικά δεδομένα και τις ανάγκες της οικονομίας. Δεν μπορούν ίσως να κάνουν πολλά για το αναπτυξιακό άλμα που χρειαζόμαστε. Σίγουρα ωστόσο μπορούν να το υπονομεύσουν αν επαναλάβουν τον παλιό καλό τους εαυτό. Κι αν κρίνουμε από τις επιθέσεις που δέχθηκε ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ επειδή λέει πρόσφερε τη συναίνεση στην κυβέρνηση, κάποιοι επιδιώκουν ακριβώς αυτό. Δεν έμαθαν τίποτα και δεν ξέχασαν τίποτα.

Πηγή: protothema.gr

Back to top button
Our site uses cookies to improve your browsing experience and provide you with personalized content. By continuing to use our site, you agree to our cookie policy.