Από λάθος σε λάθος

Γράφει ο Μπάμπης Κούτρας

Με αφορμή την τραγωδία των Τεμπών, κάποιος πολιτικός επιστήμονας θα μπορούσε να γράψει ένα εγχειρίδιο «πώς μια κυβέρνηση δεν πρέπει να χειριστεί ένα τόσο σοβαρό θέμα»
Με τελευταίο «επεισόδιο» τον τρόπο που αντιμετώπισε την απεργία πείνας του χαροκαμένου πατέρα Πάνου Ρούτσι, η κυβέρνηση στο θέμα αυτό έκανε, μετά τις εκλογές του 2023, μόνο λάθη. Δεν ήταν μια στιγμιαία αποτυχία. Ηταν μια σειρά μεγάλων λαθών σε μεγάλη χρονική διάρκεια και σε πολλά επίπεδα που συσσωρεύτηκαν και απέδωσαν ένα αποτέλεσμα χειρότερο από κάθε πρόβλεψη που στοιχίζει στην κυβέρνηση.

Στο θέμα του απεργού πείνας, η κυβέρνηση για μία ακόμη φορά δεν μπόρεσε να αντιληφθεί τη σοβαρότητα, τις διαστάσεις και τις επιπτώσεις του θέματος. Πρώτον, επέδειξε μια ενοχική συμπεριφορά, ενώ (υποθέτω) δεν έχει τίποτα να φοβηθεί. Τι μπορούν να δείξουν οι τοξικολογικές και βιοχημικές εξετάσεις, αφού ξυλόλιο δεν μπορεί να υπάρχει; Δεύτερον, αφού το νομικό πρόβλημα για την έναρξη της δίκης μπορούσε να αντιμετωπιστεί, γιατί άφησε να περάσουν 23 ημέρες; Τρίτον, χρησιμοποίησε και… εξέθεσε τα βαριά πολιτικά και επικοινωνιακά της «χαρτιά» (Φλωρίδης, Γεωργιάδης) για να υποστηρίξουν τα αντίθετα απ’ όσα έγιναν τελικά. Τέταρτον, επέστρεψε την εσωτερική αντιπαραθετική ρητορική, αντί για ενιαία κυβερνητική γραμμή. Είχαμε υπουργούς και βουλευτές (Δένδιας, Καλογερόπουλος, Μαρκόπουλος, ας αφήσουμε τον Σαμαρά) που έστελναν αντικρουόμενα μηνύματα. Το αποτέλεσμα ήταν η εικόνα μιας κυβέρνησης που επιχειρεί να διαχειριστεί την κρίση με remote control χωρίς μπαταρία. Το μήνυμα προς την κοινωνία ήταν σαφές, η κυβέρνηση ή είναι «ένοχη» ή δεν ξέρει τι της γίνεται ή δεν αποφασίζει ενωμένα. Και όταν η ηγεσία «κολλάει», το κενό γεμίζει συνωμοσιολογία, προς μεγάλη χαρά των αντιπάλων της κυβέρνησης.

Ηταν το τελευταίο πολλαπλό λάθος στην πολιτική διαχείριση της τραγωδίας. Μετά την εκλογική νίκη στις εθνικές εκλογές του Ιουνίου του 2023, η κυβέρνηση νόμισε ότι «τελείωσε» το θέμα και έκανε ό,τι μπορούσε να το… αγνοεί και να το υποβαθμίζει. Η εξεταστική επιτροπή που συγκροτήθηκε αμέσως μετά, αντί να ρίξει ακριβοδίκαιο φως στις συνθήκες του δυστυχήματος, εξελίχθηκε σε οπερέτα και εξέθεσε την κυβέρνηση (ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναγκάστηκε να το ομολογήσει λίγους μήνες αργότερα).

Τον φετινό χειμώνα αιφνιδιάστηκε ξανά το επιτελείο. Υποτίμησε τη δυναμική των λαϊκών κινητοποιήσεων σε όλες τις μεγάλες πόλεις της χώρας, στις οποίες συμμετείχαν ακόμη και πολίτες που πρόσκεινται στην κυβέρνηση. Τα κενά ενημέρωσης γέμισαν με «εκρήξεις», «παράνομο φορτίο», «ξυλόλιο». Η πολιτική σιωπή ή οι αμφίσημες τοποθετήσεις δεν αντιμετωπίζουν τη φήμη, την τρέφουν. Ο πρωθυπουργός έδωσε συνέντευξη (μακράν η χειρότερη της θητείας του) αποδεχόμενος με ενοχικό τρόπο πληροφορίες που δεν ευσταθούσαν. Η δημόσια εικόνα ενός ηγέτη που μιλά προτού επαληθεύσει τα στοιχεία είναι το χειρότερο σήμα σε μια εποχή που απαιτεί αξιοπιστία. Τα βίντεο από τη σήραγγα «ξεχάστηκαν» για δύο χρόνια, μέχρι να τα εντοπίσει ιδιωτική εταιρεία. Οταν το ίδιο το κράτος δεν διαφυλάσσει τα στοιχεία, ποιος θα το κάνει; Η αντίδραση ήταν καθυστερημένη, ενώ τα ψεύτικα σενάρια για τη δήθεν «πυρόσφαιρα» οργίαζαν ανεξέλεγκτα και επιδεινώθηκαν με το καθυστερημένο πόρισμα του ΕΟΔΑΣΑΑΜ, που υπονομεύτηκε από την ανικανότητα και τα λάθη μελών του.

Για να διορθωθούν τα προηγούμενα λάθη και να αντιμετωπιστεί η πολιτική πίεση της αντιπολίτευσης κακοσχεδιάστηκαν Προανακριτικές (τώρα βρίσκονται στη φάση της ανάκρισης) διαδοχικά για Τριαντόπουλο και Καραμανλή. Η λειτουργία τους άφησε κενά που τροφοδότησαν σενάρια αντί να τα αποκλείσουν. Η ρητορική της αντιπολίτευσης, η δικαιολογημένη καχυποψία των συγγενών και η ανομοιομορφία της κυβερνητικής γραμμής οδήγησαν σε αμφιβολίες για το κατά πόσο και η δικαστική διαδικασία διεξάγεται χωρίς παρεμβάσεις.

Η κυβέρνηση, παρότι θέλει την απόδοση δικαιοσύνης, δημιούργησε τις συνθήκες για να μοιάζει ανακόλουθη. Οι συνέπειες είναι άμεσες και προβλέψιμες. Απώλεια αξιοπιστίας σε θέματα ασφάλειας, ενίσχυση θεωριών συνωμοσίας, διχασμός της κοινής γνώμης και χώρος για πολιτικές δυνάμεις που τρέφονται από τη δυσαρέσκεια.

Η κυβέρνηση έδειξε επανειλημμένα ότι μετακινείται μεταξύ «απολογίας» και «αντεπιθέσεων» στο θέμα της τραγωδίας των Τεμπών και πληρώνει πολύ ακριβά τα λάθη της. «Κατάφερε» να βάλει απέναντί της ένα πολύ μεγάλο μέρος της κοινωνίας (που τρέμει στην ιδέα και μόνο ότι θα μπορούσε να είναι εκεί και το δικό της παιδί) και πυροδότησε την οργή της. Υπονόμευσε το πολιτικό της κεφάλαιο, διέρρηξε την ενότητά της σε πολλά επίπεδα και σε πολλές φάσεις, πλήγωσε την αξιοπιστία της, «φούσκωσε» το κόμμα της Κωνσταντοπούλου και μπορεί να δημιουργήσει ένα ακόμη, αυτό της Καρυστιανού, ίσως και του Σαμαρά. Κι ακόμη δεν τελείωσε. Εχει μπροστά της τις δίκες σε πρώτο και δεύτερο βαθμό χωρίς να υπολογίζεται τυχόν αναίρεση και τις δίκες των πολιτικών προσώπων (Τριαντόπουλου, Καραμανλή) και άλλες για τη σύμβαση 717 κ.λπ.

Είναι βέβαιο ότι και η κυβέρνηση θέλει δικαιοσύνη. Ας το αποδείξει από εδώ και πέρα με πράξεις και χωρίς πολιτικά λάθη. Να φυλάει τα στοιχεία της, να οργανωθεί η ίδια και να οργανώνει θεσμούς που λειτουργούν, να βελτιώσει τον δείκτη κοινωνικής ενσυναίσθησης προς τους συγγενείς των θυμάτων και να μη στέλνει υπουργούς σε τηλεοπτικά μονοπάτια χωρίς πλοηγό. Και ασφαλώς πρέπει να πληρώσει το τίμημα που της αναλογεί για την τραγωδία, αλλά θα είναι άδικο να επωμιστεί και εκείνο των ανόητων λαθών από την κακή πολιτική διαχείριση της τραγωδίας.

Πηγή: protothema.gr

Back to top button
Our site uses cookies to improve your browsing experience and provide you with personalized content. By continuing to use our site, you agree to our cookie policy.