Γράφει ο Παντελής Καψής
Για μένα ο πόλεμος και οι Γερμανοί μου φαίνονταν κάτι το πολύ μακρινό και ηρωικό, χαμένο ανάμεσα στην ιστορία και τον μύθο. Βοηθούσαν τα περιοδικά που είχαν τότε πέραση, όπως ο Μικρός Ήρωας και βέβαια τα πολεμικά έργα στον κινηματογράφο. Για τους γονείς μου ωστόσο, συνειδητοποίησα πολύ αργότερα, ήταν όλα πολύ ζωντανά και αληθινά. Στη δεκαετία του 50, όταν γεννήθηκα, είχαν περάσει μόλις λίγα χρόνια από την απελευθέρωση και ακόμα λιγότερα από τη λήξη του εμφυλίου.
Όλες σχεδόν οι ιστορίες είχαν κάτι το κοινό: ήταν ιστορίες επιβίωσης. Θυμάμαι τη μητέρα μου να μου μιλά για την πείνα, για το πόσο μεγάλη αξία είχαν μια χούφτα σταφίδες ή το λάδι που άξιζε όσο το χρυσάφι. Τους ανθρώπους που έπεφταν ξαφνικά νεκροί στη μέση του δρόμου και για τα συσσίτια της Τράπεζας της Ελλάδος χάρη στα οποία επιβίωσαν. Μια θεία μου είχε προσληφθεί στην Τράπεζα λίγες μόνο ημέρες πριν την ιταλική εισβολή. Ακόμα και ο εμφύλιος για τον οποίο λίγα ακούγαμε, ως ιστορία επιβίωσης τον πρωτογνώρισα. Η γιαγιά μου, στα Δεκεμβριανά πηγαίνοντας να προμηθευτεί τρόφιμα από την Ένωση Συντακτών, περνούσε από τα μπλόκα του ΕΛΑΣ λέγοντας γεια σας σύντροφοι και από τα κυβερνητικά μπλόκα λέγοντας γεια σας πατριώτες. Ήταν πολύ υπερήφανη για το πώς (πίστευε ότι) τους ξεγελούσε.
Υποθέτω ότι η τραυματική εμπειρία της γενιάς εκείνης επηρέασε καθοριστικά την μεταπολεμική μας ιστορία. Όλοι ήθελαν να ζήσουν και να προκόψουν και ήταν αποφασισμένοι να κάνουν όσες θυσίες χρειάζονταν για να πάνε μπροστά, για να νιώσουν ασφαλείς. Να δουλέψουν σκληρά, να αποταμιεύσουν, να αποκτήσουν δική τους στέγη, να εξασφαλίσουν καλύτερες συνθήκες για τα παιδιά τους, να αφήσουν πίσω τους το παρελθόν, να ξεχάσουν. Άλλωστε ήταν μαθημένοι από στερήσεις. Ήταν μια από τις αιτίες φαντάζομαι της εκρηκτικής οικονομικής ανάπτυξης της δεκαετίας του 60.
Για τη δική μου γενιά η πρώτη μεγάλη τραυματική εμπειρία ήταν η Χούντα. Το τραυματική βέβαια είναι σχετικό. Μετά την επιβολή της δικτατορίας η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών συνέχισε να ζει όπως και πριν. Οι μόνες στιγμές οι οποίες είχαν μαζική απήχηση ήταν η εξέγερση του Πολυτεχνείου και η προδοσία της Κύπρου. Ήταν και πάλι όμως εμπειρίες που δεν άγγιξαν τις συνθήκες ζωής της μεγάλης πλειοψηφίας. Έτσι η εμπειρία της Χούντας εύκολα μεταλλάχθηκε σε ένα ηρωικό αφήγημα το οποίο στην πραγματικότητα πήγαζε από την εμπειρία μιας πολύ μικρής μειοψηφίας. Αυτό το αφήγημα συναντήθηκε με ένα άλλο ηρωικό αφήγημα για την Εθνική Αντίσταση και τον Εμφύλιο το οποίο γεννήθηκε με τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ το 1974. Ο καθηγητής Γιώργος Μαυροκορδάτος το ονόμασε «ρεβάνς των ηττημένων».
Δύο ηρωικά αφηγήματα μαζί ήταν αναπόφευκτο να επηρεάσουν τον πολιτικό λόγο και τον τρόπο διεξαγωγής της πολιτικής. Η άμετρη ιδεολογικοποίηση, η ηθικολογία, τα μεγάλα λόγια κυριάρχησαν. Το μέτρο, οι ιδέες του συμβιβασμού και της συναίνεσης και μια πιο πρακτική θεώρηση των πραγμάτων έγιναν ηθικά επιλήψιμες ιδιότητες. Και βέβαια επηρεάστηκε και ο τρόπος με τον οποίο προσλαμβάνουμε την ίδια την πραγματικότητα μέσα από τους παραμορφωτικούς φακούς της ιδεολογίας. Τίποτα δεν ήταν αθώο, όλα είχαν μια κρυφή πολιτική διάσταση, όλες οι αντιπαραθέσεις έγιναν παιχνίδια μηδενικού αθροίσματος.
Στη δική μου γενιά η τύχη επιφύλαξε και μια δεύτερη τραυματική εμπειρία, την οικονομική κρίση του 2010. Αυτή υπήρξε τραυματική με τον πιο υλικό τρόπο. Άγγιξε την συντριπτική πλειονότητα των πολιτών καθώς η πτώση του βιοτικού επιπέδου ήταν ανάλογη ή και μεγαλύτερη με την πτώση που παρατηρείται σε καιρό πολέμου. Ακολουθήθηκε μάλιστα από την κρίση του κόβιντ η οποία, παρότι στη διάρκεια της καραντίνας τα εισοδήματα λίγο πολύ προστατεύθηκαν, επηρέασε έντονα ψυχολογικά ιδίως τις νεότερες γενιές.
Οι δύο αυτές κρίσεις θα μπορούσαν να είχαν ιδωθεί και αυτές ως κρίσεις επιβίωσης. Κατ´ αρχήν για το μεταπολιτευτικό καταναλωτικό μας μοντέλο αλλά και για την αντοχή των κοινωνικών υποδομών της χώρας. Να είχαν οδηγήσει δηλαδή στην κατανόηση της ανάγκης για μετριοπάθεια, αυτοσυγκράτηση και επίτευξη ευρύτερων συναινέσεων στην πολιτική. Αλλά και της ανάγκης για αλλαγές στην κοινωνική μας συμπεριφορά και κατ´ επέκταση για αλλαγές στην οικονομία με τις μεταρρυθμίσεις που χρειάζονται. Αντ αυτών μοιάζει να βγαίνουμε διχασμένοι όσο ποτέ. Όχι μόνο στο τι πρέπει να γίνει αλλά και στο τι έγινε. Ο διχασμός που εκδηλώθηκε στο δημοψήφισμα του 2015 όχι μόνο επιβιώνει αλλά και συμβολίζει δύο ριζικά αντίθετες οπτικές για την κατάσταση και τα προβλήματα της χώρας. Ακόμα και η αντιπαράθεση για τα Τέμπη υποδαυλίστηκε σε μεγάλο βαθμό από αυτόν τον διχασμό.
Ερμηνείες μπορεί να υπάρξουν πολλές. Άλλωστε ανάλογα φαινόμενα παρατηρεί κανείς και σε άλλες χώρες του δυτικού κόσμου. Για εμάς τους παλιότερους ωστόσο, μέρες που είναι, ο πειρασμός να θεωρήσουμε ότι η κληρονομιά της Χούντας έπαιξε κι αυτή το ρόλο της, είναι μεγάλος. Μέσα στην παραζάλη των αντιπαραθέσεων ποτέ δεν εκτιμήσαμε αυτά που πετύχαμε ούτε σκεφτήκαμε πόση προσπάθεια χρειάζεται για να τα διατηρήσουμε. Προτιμάμε να στέλνουμε καρδούλες και επιστολές στον Ιησού.
ΠΗΓΗ: PROTOTHEMA