Δεν αρκεί η δυσπιστία

Γράφει ο Παντελής Καψής

Πώς μπορεί η αντιπολίτευση να αντιμετωπίσει την κυβέρνηση;
Η σύντομη απάντηση είναι να σοβαρευτεί. Από εκεί και πέρα, αν θέλει να ανοιχτεί στους μετριοπαθείς ψηφοφόρους, στη ραχοκοκαλιά δηλαδή των υποστηριχτών του Μητσοτάκη, οφείλει να αναγνωρίσει τη σημερινή πραγματικότητα της χώρας. Κι αυτό έχει τρεις τουλάχιστον προϋποθέσεις.

Η πρώτη να αναγνωρίσει ότι η κοινωνία, η οικονομία και ο κρατικός μηχανισμός έχουν βγει βαριά τραυματισμένοι από την οικονομική κρίση. Τα περισσότερα από τα προβλήματα που ανακύπτουν σε μεγάλο βαθμό έχουν τη ρίζα τους στη λιτότητα των τελευταίων ετών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ΕΣΥ που μόλις τώρα αναπληρώνει σταδιακά τις ελλείψεις σε προσωπικό αλλά και σε υποδομές. Ακόμα και το δυστύχημα στα Τέμπη, ως ένα βαθμό σχετίζεται με τη λιτότητα. Η υποστελέχωση που διαπιστώνει το πόρισμα του ΕΟΔΑΣΑΑΜ εκεί οφείλεται. Η λιτότητα μάλιστα, δημιουργώντας συγκρουσιακές συνθήκες στις σχέσεις εργαζομένων κυβέρνησης, υποβάθμισε ακόμα περισσότερο την αποτελεσματικότητα των δημόσιων υπηρεσιών. Οι άυλες επιπτώσεις της λιτότητας ήταν εξ ίσου ή και περισσότερο καταστροφικές. Ίσως να είναι ενδεικτικό του κλίματος που επικράτησε το ότι στον ΟΣΕ, το 2010, σύσσωμη η οργάνωση σιδηροδρομικών του ΠΑΣΟΚ μετακόμισε στον Σύριζα. Το πολιτικό δια ταύτα όλων αυτών είναι ότι η επιστροφή στην κανονικότητα θα χρειαστεί χρόνο αλλά και συστηματική προσπάθεια να αλλάξουν νοοτροπίες και συμπεριφορές. Μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν και ο πληθωρισμός υποσχέσεων από την αντιπολίτευση υποσκάπτει την αξιοπιστία της.

Η δεύτερη προϋπόθεση σχετίζεται με το δημόσιο χρέος, έμμεσα δηλαδή και πάλι με την λιτότητα. Η σταθερότητα της οικονομίας, οι χαμηλοί τόκοι που πληρώνουμε καθώς και τα σχετικά χαμηλά επιτόκια στα ελληνικά ομόλογα, χαμηλότερα από την Ιταλία, στηρίζονται στη συμφωνία που έχουμε κάνει με τους «θεσμούς». Στον πυρήνα της μας υποχρεώνει να συνεχίσουμε να έχουμε πρωτογενή πλεονάσματα 2% ως το 2032, όταν προβλέπεται να υπάρξει νέα συμφωνία. Με δεδομένες τις συνθήκες που επικρατούν πλέον στην Ευρωπαϊκή Ένωση το κλίμα που θα αντιμετωπίσουμε τότε, δεν θα έχει καμία σχέση με το 2015. Όταν οι Ευρωπαίοι ηγέτες δηλαδή ντάντευαν τον Τσίπρα ως ότου καταλάβει τι πρέπει να κάνει. Το 2032 το πιο πιθανό είναι ότι δεν θα υπάρχει η παραμικρή διάθεση για χαριστικές διευθετήσεις. Με άλλα λόγια πρέπει να τηρήσουμε τη συμφωνία με θρησκευτική ευλάβεια. Σε αυτό τουλάχιστον, η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιδεικνύει την απαραίτητη σοβαρότητα. Αντιθέτως από την αντιπολίτευση το μόνο που ακούμε είναι η εξωπραγματική επαναδιαπραγμάτευση του στόχου του 2%. Προφανώς για να δικαιολογήσουν τις εξίσου εξωπραγματικές υποσχέσεις τους. Τελευταία μάλιστα φλερτάρουν με την επαναφορά των δώρων στον δημόσιο τομέα. Να δοθούν αυξήσεις δηλαδή στους μισθούς πάνω από 15%, την ώρα μάλιστα που υπόσχονται αυξήσεις σε όλες τις δαπάνες του δημοσίου. Μιλούσα για το θέμα με γνωστό στέλεχος το οποίο, λίγο απολογητικά είναι αλήθεια, μου έλεγε ότι ένα μέρος τους θα επιστρέψει με τη μορφή έξτρα φόρων! Συνέχιση των ψευδαισθήσεων ή κανονική εξαπάτηση των πολιτών; Να σημειωθεί ότι αυτή η δημοσιονομική σταθερότητα πρέπει να επιτευχθεί την ώρα που οι δομικές αδυναμίες της οικονομίας, οι χαμηλές επενδύσεις, το εμπορικό έλλειμμα και το δημογραφικό παραμένουν. Κάνουν απαραίτητες μεταρρυθμίσεις που προϋποθέτουν ένα ελάχιστο πλαίσιο συναίνεσης και συνεννόησης τουλάχιστον των βασικών πολιτικών δυνάμεων και των κοινωνικών φορέων.

Αυτή η συναίνεση καθίσταται αναγκαία και από το νέο γεωπολιτικό περιβάλλον, τόσο ευρύτερα όσο και ειδικότερα στην περιοχή μας. Η αναγνώριση αυτής της ανάγκης αποτελεί την τρίτη προϋπόθεση. Η οποία δεν μπορεί να εκδηλώνεται μόνο στην ετήσια υπερψήφιση των αμυντικών δαπανών αλλά θα πρέπει να εκφράζεται και στον πολιτικό λόγο των κομμάτων. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι δεν θα ασκείται κριτική. Όταν όμως ο πολιτικός λόγος των «συστημικών» κομμάτων δεν διαφέρει ουσιαστικά από τον λόγο της Ζωής, είναι αναπόφευκτο τα κέρδη να πηγαίνουν στην τελευταία αλλά και μαζί να μειώνεται η αξιοπιστία του ΠΑΣΟΚ και του Σύριζα. Κι αυτό μας αφορά όλους. Στο προσεχές διάστημα η χώρα είναι πολύ πιθανό να χρειαστεί να πάρει δύσκολες αποφάσεις. Θα χρειαστεί μια πολιτική ηγεσία η οποία θα μπορεί να πείσει για το ποια θα πρέπει να είναι η θέση της Ελλάδας στους νέους συσχετισμούς αλλά και να είναι ικανή να αντισταθεί στις σειρήνες του λαϊκισμού και των μαξιμαλιστικών διακηρύξεων. Παραμένει ζητούμενο.

Η αντιπολίτευση έχει αποφασίσει να καταθέσει πρόταση δυσπιστίας προς την κυβέρνηση. Δεν πρόκειται να έχει πρακτικό αποτέλεσμα. Ωστόσο τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και ο Σύριζα γνωρίζουν ότι αυτό είναι το μικρότερο πρόβλημα τους.

Πηγή: protothema.gr

Back to top button
Our site uses cookies to improve your browsing experience and provide you with personalized content. By continuing to use our site, you agree to our cookie policy.