Γράφει η Φώφη Γιωτάκη
Με την ταχύτητα με την οποία αλλάζουν κάθε φορά τα δεδομένα, όλο το τελευταίο διάστημα, είναι εξαιρετικά δύσκολο να προβλέψει ο οποιοσδήποτε τη ροή των πραγμάτων σε δυο ή τρεις μήνες από τώρα. Πολύ πιο δύσκολο είναι να θέλει και να ακριβολογήσει κιόλας
Πόσοι και ποιοι αναλυτές ανά τον κόσμο ήταν που προέβλεπαν ένα …λεπτό πριν, από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ότι «μπα, θα το ξανασκεφτεί ο Πούτιν» και πόσοι είναι αυτοί που μπορούν να προβλέψουν με ασφάλεια τώρα ότι έληξε τελεσίδικα ο συναγερμός στο εύφλεκτο γεωπολιτικό τοπίο στη Μέση Ανατολή ή δεν βρισκόμαστε μπροστά από μια εξίσου επικίνδυνη ανάφλεξη σε αυτή την περιοχή; Ποιος ξέρει στο εσωτερικό σκηνικό, ποιοι τίτλοι θα συνοδέψουν τις σοβαρές εξελίξεις της επόμενης μέρας και ποια πρόσωπα θα παίξουν καθοριστικό ρόλο, θετικό ή αρνητικό; Υπό αυτήν την έννοια στο τέλος του δεύτερου ημιχρόνου της δεύτερης θητείας της κυβέρνησης Μητσοτάκη –δηλαδή σε δύο χρόνια από τώρα- μόνο όσοι διεκδικούν το αλάνθαστο μπορούν να υποστηρίξουν ότι όλα θα συμβούν με βάση τις προβλέψεις τους. Αν ήταν έτσι, θα είχαν κάνει νωρίτερα και καλύτερα τις κινήσεις τους, όταν και όπως έπρεπε.
Από το τέλος των διπλών εκλογών, τον Ιούνιο του 2023 μέχρι σήμερα έχουν συμβεί στο πολιτικό σκηνικό έως και θεαματικές αλλαγές, τόσο στην όχθη της συμπολίτευσης όσο και σε αυτήν της αντιπολίτευσης. Η Νέα Δημοκρατία ξεκίνησε τη δεύτερη θητεία της (πραγματικά) με φόρα και έχοντας μόλις χάσει (επίσης με φόρα) από το … ύψος των ματιών της το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης λόγω της εκλογικής του κατάρρευσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε 20 μονάδες κάτω και σε ένα βασικό σταθμό της στρατηγικής του ήττας, μη μπορώντας στη συνέχεια να σταματήσει τη «διαρκή» καθοδική πορεία. Η κυβερνητική παράταξη πάλι ξεκίνησε με φόρα (με 40% και πλέον) και είδε ένα χρόνο μετά, στις ευρωεκλογές, να επαληθεύεται το σενάριο του σκληρού μηνύματος ή της απόδρασης από το 13% των ψηφοφόρων της στις προηγούμενες διπλές κάλπες. Έχασε περίπου 13 ποσοστιαίες μονάδες μέσα σε 12 μήνες και σήμερα εμφανίζεται αδύναμη να προσεγγίσει τον υψηλό στόχο- παραμένει στη σύγκριση των δημοσκοπήσεων με το «πλαφόν» του ποσοστού της στις ευρωεκλογές.
Η αλήθεια είναι ότι η Νέα Δημοκρατία διατηρεί, παρά τα απανωτά χαστούκια, την εικόνα της δημοσκοπικής κυριαρχίας της μόνο ή κυρίως από τη μεγάλη απόσταση που τη χωρίζει από το δεύτερο κόμμα. Από τον Φεβρουάριο των ογκωδών συλλαλητηρίων για την τραγωδία των Τεμπών μέχρι και στις αρχές του Ιουνίου είχε να υπολογίζει ως δεύτερο κόμμα την Πλεύση Ελευθερίας και να «επενδύει» στα απόνερα του ντέρμπι του κόμματος της Ζωής Κωνσταντοπούλου (για τη δεύτερη θέση) με το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη, που σχεδόν σε όλες τις μετρήσεις καταγράφει μονοψήφια ποσοστά στην καταλληλότητα για πρωθυπουργός.
Αρκετοί υπουργοί, ειδικά στους πρώτους μήνες της δεύτερης θητείας της κυβέρνησης Μητσοτάκη έλεγαν με αυτοπεποίθηση (λόγω της απουσίας ισχυρού βασικού αντιπάλου) ότι αντίπαλός μας είναι ο …κακός μας εαυτός. Δύο χρόνια μετά οι απαντήσεις που δίνουν οι πολίτες στα γκάλοπ δείχνουν ότι η κυβέρνηση δεν κατάφερε να αλλάξει προς το θετικότερο –έστω με αργά βήματα- την εικόνα στη μάχη με την ακρίβεια, ούτε να αντιμετωπίσει την ανασφάλεια που νιώθουν τα ευάλωτα νοικοκυριά και η μεσαία τάξη όσο αφορά στην κατάσταση που θα συναντήσουν προοπτικά. Η επίκληση των διαρκών, απρόβλεπτων διεθνών ανακατατάξεων, δεν είναι πάντα η εξήγηση που οι πολίτες θέλουν να ακούσουν- ακόμη και τις ημέρες των αναφλέξεων στη γύρω περιοχή. Στην Υγεία και την Παιδεία ενδεχομένως σε δύο χρόνια από τώρα να είναι καλύτερα τα πράγματα- γονείς και μαθητές, ασθενείς και υγιείς να αρχίζουν να βλέπουν ότι αποκτούν ισχυρότερα στηρίγματα για την ώρα που τα χρειάζονται. Αν αισθάνονται όμως όλο και περισσότεροι ότι επιστρέφει στο ύψος των ματιών τους αυτή η προοπτική γιατί δεν το εκφράζουν στις διαδοχικές δημοσκοπήσεις; Αυτό που φαίνεται είναι ότι η Νέα Δημοκρατία παλεύει ακόμη να κλειδώσει τη δυναμική που κατέγραψε στις ευρωεκλογές και θα δυσκολευτεί να γίνει πειστική αν επαναφέρει στη ρητορική της, όλο και πιο έντονα, τον στόχο για ένα αυτοδύναμο αποτέλεσμα.
Το ΠΑΣΟΚ, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης σήμερα, κινείται γύρω στα ποσοστά των ευρωεκλογών και απέχει αναμφίβολα από τις «αποδείξεις» του άλματος- το ποσοστό του είναι ενίοτε μικρότερο από αυτό που το χωρίζει από το ασφαλές προβάδισμα της Νέας Δημοκρατίας. Επιπλέον δεν έχει λήξει ακόμη στη Χαριλάου Τρικούπη ο συναγερμός της αναμέτρησης για τη δεύτερη θέση με την Πλεύση Ελευθερίας, παρότι μέσα στον Ιούνιο το κόμμα της κυρίας Κωνσταντοπούλου σημείωσε απώλειες από το δημοσκοπικό «ρετιρέ» που είχε συναντήσει από την αρχή της φετινής άνοιξης. Ο δε ΣΥΡΙΖΑ ζει πλέον αγκαλιά με το υπαρξιακό του πρόβλημα και το σενάριο ίδρυσης νέου κόμματος από τον Αλέξη Τσίπρα. Ούτε για τον κ. Φάμελλο, ούτε όμως και για τον κ. Τσίπρα είναι ενθαρρυντικά τα προγνωστικά- αν υπολογίσει ειδικά κανείς ότι το μέχρι πρότινος κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης αυτό που έχει έχει καταφέρει μέσα στα δύο χρόνια είναι να αφήσει διάσπαρτα (και εκτός ΣΥΡΙΖΑ) τα κομμάτια της εκλογικής του βάσης το 2015 και κερδισμένα τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης (το ΠΑΣΟΚ, την Πλεύση Ελευθερίας κα). Οι πολίτες βλέπουν και κρίνουν- και αλλάζουν κατεύθυνση στην εικόνα της κινούμενης άμμου. Από τη φετινή ΔΕΘ και μετά, στην αφετηρία της κρίσιμης πολιτικής περιόδου για τα κόμματα εξουσίας και μέχρι τις επόμενες εκλογές, μεσολαβεί ένα καθοριστικής σημασίας διάστημα. Αλλά το διάστημα αυτό των θεωρητικά δύο χρόνων, θα αποδειχθεί ευρύχωρο και χρήσιμο, μόνο για τα κόμματα που δείχνουν ότι θέλουν πράγματι να αναγνωρίσουν στον καθρέφτη τον κακό τους εαυτό και να αλλάξουν προς όφελος της χώρας και των πολιτών της.
Πηγή: protothema.gr