Γράφει ο Παντελής Καψής
Αυτές τις μέρες συνέπεσαν δύο εκλογικές αναμετρήσεις οι οποίες μας αφορούν.
Στον Σύριζα, για την ανάδειξη του επόμενου αρχηγού και στις ΗΠΑ, για την εκλογή του επόμενου προέδρου. Εντάξει είναι κωμικό να συγκρίνουμε τις δύο διαδικασίες. Ομολογώ άλλωστε ότι με τις πρώτες δεν έχω καταφέρει να ασχοληθώ. Πόση συμπύκνωση σαχλαμάρας και κυνισμού μπορεί να αντέξει κανείς; Από ένα σημείο και πέρα αποφάσισα πως δεν με αφορούν. Γίνεται όμως να μη μας αφορά τι πρόκειται να συμβεί στο κόμμα τη αξιωματικής αντιπολίτευσης, θα πείτε. Σωστό κι αυτό, το μόνο που μπορώ να αντιλέξω είναι ότι σύντομα θα πάψει να είναι αξιωματική αντιπολίτευση και θα ησυχάσουμε.
Όχι ότι και στις εκλογές των ΗΠΑ δεν παρακολουθούμε πάντως πρωτοφανείς καταστάσεις. Ένα ρεπορτάζ μεταξύ των οπαδών του Τραμπ σε αφήνει να αναρωτιέσαι για την ποιότητα της Αμερικανικής Δημοκρατίας και για την Δημοκρατία γενικότερα. Πώς είναι δυνατόν να έχουν δικαίωμα ψήφου πολίτες ντυμένοι με αρκουδοτόμαρα οι οποίοι επιχειρούν να καταλάβουν τη Βουλή επειδή κάποιος αδίστακτος τυχοδιώκτης τους πούλησε το παραμύθι της νοθείας; Ένας δημοσιογράφος ρώτησε την Κάμαλα Χάρης αν πιστεύει πως το 50% των αμερικανών οι οποίοι στηρίζουν Τραμπ είναι βλάκες. Η απάντηση μοιάζει αυτονόητη και σίγουρα βοηθά να καταλάβουμε ότι ο πρόβλημα δεν είναι η εξυπνάδα αλλά κάτι βαθύτερο και γι αυτό πιο δύσκολο να το καταλάβουμε και να το αντιμετωπίσουμε. Και δεν αφορά μόνο τους αμερικανούς αλλά και εμάς. Δεν ήταν βλάκες το 35% που ψήφισε Σύριζα ή το 60% που ψήφισε όχι στο δημοψήφισμα.
Αν δεν είναι βλάκες όμως τότε τι είναι; Η καλύτερη διατύπωση που έχω βρει είναι πως όλοι έχουμε τυφλά σημεία στο χαρακτήρα μας, αυτά που μας κάνουν πολλές φορές να φερόμαστε με τρόπους που αναιρούν τη λογική ή που θα έπρεπε να μας κάνουν να ντρεπόμαστε. Πώς αλλιώς μπορεί ένας αναγεννημένος χριστιανός να υποστηρίζει ένα πρόσωπο το οποίο στην προσωπική του ζωή εκφράζει όλα όσα απεχθάνεται; Πώς μπορεί ένας μορφωμένος πολίτης να εμπιστεύεται έναν πολιτικό ο οποίος λέει ανοιχτά πως θα παραδώσει την υγεία σε έναν αρνητή των εμβολίων και της επιστήμης; Πώς γίνεται ένας δημοκρατικός πολίτης να ψηφίζει κάποιον ο οποίος επιχείρησε να ανατρέψει τα αποτελέσματα των εκλογών; Κι όμως γίνεται. Η επιτυχία του Τραμπ δείχνει πως τα όρια μεταξύ του τι είναι και τι δεν είναι αποδεκτό, είναι απείρως ελαστικά. Και ότι μπορούμε με μεγάλη ευκολία να κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας, να εφευρίσκουμε δικαιολογίες και να αφήνουμε τα πάθη μας , τις προκαταλήψεις μας ή τις φοβίες μας να ορίζουν τη συμπεριφορά μας.
Απέναντι στη μαύρη προπαγάνδα του Τραμπ η Χάρις έχει υιοθετήσει μια εκστρατεία που χαρακτηρίζεται από θετικά μηνύματα, εκκλήσεις για ενότητα και αισιοδοξία. Τηρουμένων των αναλογιών θυμίζει λίγο την έκκληση του Λίνκολν να αφήσουμε τους καλύτερους αγγέλους της ψυχής μας να μας αγγίξουν. Όπως είναι γνωστό απέτυχε να αποτρέψει την τραγωδία του ερχόμενου εμφυλίου. Ας ελπίσουμε ότι αυτή τη φορά θα είναι διαφορετικά.
Και οι μεν πολιτικοί δεν έχουν άλλο δρόμο, είναι υποχρεωμένοι να απευθυνθούν σε όλους με αυτόν τον θετικό τρόπο. Εμείς όμως πόση ανοχή πρέπει να δείχνουμε σε τέτοιες αντιλήψεις; Πολύ περισσότερο όταν συνοδεύονται, όπως συμβαίνει στις ΗΠΑ, από απειλές προς όσους διαφωνούν, όταν δηλαδή το διακύβευμα μοιάζει να είναι η ίδια η Δημοκρατία. Η αυθόρμητη αντίδραση, αυτό που πρώτα νιώθεις την ανάγκη να πεις, δυστυχώς δεν είναι αρμόζον σε έναν δημόσιο διάλογο. Πώς να μπεις σε συζήτηση όμως με έναν που πιστεύει σε θεωρίες συνωμοσίας; Είσαι χαμένος από χέρι διότι ως γνωστόν ότι η πραγματικότητα διαφωνεί με τις απόψεις μας, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα. Έτσι αποφασίζεις να τον αγνοήσεις, να προτάξεις την ψυχική σου ηρεμία. Ούτε αυτή είναι λύση, θα πείτε. Σωστό. Ποιος είπε όμως ότι η Δημοκρατία έχει όλες τις απαντήσεις;
ΥΓ. Ξεχωριστό κεφάλαιο σε αυτές τι εκλογές ήταν η στάση των μέσων ενημέρωσης απέναντι στον Τραμπ. Έτσι για πρώτη φορά εφημερίδες προπύργια του φιλελευθερισμού, όπως η Washington Post και η Los Angeles Times, δεν πήραν θέση επειδή οι ιδιοκτήτες τους, γνωστοί δισεκτομμυριούχοι, δεν το επέτρεψαν. Είτε οφείλεται στο προσωπικό τους συμφέρον είτε στην θέληση τους να μη συγκρουστούν με μεγάλο μέρος τη κοινής γνώμης, η στάση τους αποτελεί άλλη μια ένδειξη για τις μειωμένες άμυνες της Δημοκρατίας. Άμυνες οι οποίες έχουν μειωθεί και από τη συγκέντρωση των μέσων στα χέρια επιχειρηματιών και ομίλων με πολύ διαφορετικάές προτεραιότητες από την ενημέρωση. Σε ένα διαφορετικό επίπεδο έχει ενδιαφέρον η ανοχή που έδειχναν τα σοβαρά μέσα ενημέρωσης στους ακροβατισμούς του Τραμπ, στο όνομα μιας αμφιλεγόμενης αντικειμενικότητας. Ακόμα και σε μας παρακολουθούσα χθες έναν δημοσιογράφο να υποστηρίζει ότι η Χάρις παρασύρθηκε σε προσωπικές επιθέσεις. Κι αυτό επειδή τον χαρακτήρισε φασίστα. Κι αν είναι;
Πηγή: protothema.gr