Γράφει ο Μπάμπης Κούτρας
Η μείωση της άμεσης φορολογίας στη μεσαία τάξη βρίσκεται στον πυρήνα των μέτρων που ετοιμάζεται να εξαγγείλει στη ΔΕΘ ο Κυριάκος Μητσοτάκης
Μπράβο. Η ανακοίνωση των φορολογικών ελαφρύνσεων, επιβεβαιωμένη από κυβερνητικές πηγές, είναι σημαντική, αλλά πρέπει να τη δούμε ως το πρώτο βήμα και όχι ως τελικό προορισμό. Εχει αξία ως μέτρο ανακούφισης, όχι όμως ως μεταρρυθμιστική λύση. Με το να περιοριστεί η φορολογία δεν σημαίνει ότι αλλάζει η δομή ενός συστήματος που χρόνια τώρα φορτώνει τη μεσαία τάξη με δυσανάλογες ευθύνες. Η μεσαία τάξη καταναλώνει, η μεσαία τάξη κινεί την αγορά, η μεσαία τάξη χρηματοδοτεί την παιδεία και τη δημόσια υγεία με φόρους που σε πολλές περιπτώσεις δεν αντιστοιχούν στην ποιότητα των υπηρεσιών που απολαμβάνει.
Υπάρχει, βέβαια, η διαχρονική ειρωνεία. Από το μακρινό 1983 -όταν ο Δήμος Μούτσης έγραψε το «εμείς, η μεσαία τάξη […] με το χέρι στην τσέπη χρόνια τώρα περιμένει και βλέπει»- μέχρι τον Αλέξη Τσίπρα που την έβαλε απέναντί του ως μισητό αντίπαλο (με αποτέλεσμα να συντριβεί δύο φορές σε εθνικές εκλογές), το μοτίβο επαναλαμβάνεται. Οι πολιτικοί εδώ και δεκαετίες προσεγγίζουν τη μεσαία τάξη με ρητορική διάθεση, αν και είναι αυτή που σπρώχνει το κάρο της οικονομίας και του έθνους, και συχνά τη φορτώνουν με περισσότερα βάρη απ’ όσα αντέχει.
Σήμερα το ζήτημα για την κυβέρνηση δεν πρέπει να είναι το πόσα ευρώ θα μείνουν στο πορτοφόλι μετά την Εφορία. Είναι αν όντως δίνει σε κάποιον τη δυνατότητα να στείλει τα παιδιά του φροντιστήριο, να αντικαταστήσει το παλιό ψυγείο, να πληρώσει τα κοινόχρηστα χωρίς να κάνει εκπτώσεις στην ποιότητα ζωής του, όπως φέτος με τις διακοπές του.
Ο τουρισμός εκτοξεύεται και οι ξένοι έρχονται, αλλά οι Ελληνες, μεταξύ των οποίων πολύς κόσμος της μεσαίας τάξης, βλέπουν τις διακοπές να μετατρέπονται σε πολυτέλεια, που για αρκετούς έμεινε όνειρο: μεγάλο ποσοστό ακύρωσε ή περιόρισε τις διακοπές του λόγω της ακρίβειας. Είναι ένα χαρακτηριστικό σημάδι ότι το όφελος από τις φοροελαφρύνσεις δεν αντισταθμίζει την οικονομική πίεση στα μεσαία νοικοκυριά. Αυτή η αντίφαση δεν είναι μικρή λεπτομέρεια, τροφοδοτεί κοινωνικές εντάσεις και πολιτική δυσαρέσκεια.
Αυτό που πρέπει να ειπωθεί με έμφαση και συζητήθηκε παντού φέτος το καλοκαίρι είναι ότι τα τελευταία χρόνια άνοιξε αισθητά η ψαλίδα ανάμεσα στη μεσαία και την ανώτερη οικονομικά τάξη. Η διαφορά δεν μετριέται μόνο με στατιστικά στοιχεία. Φαίνεται από την πρόσβαση σε καλύτερες υπηρεσίες υγείας, στην ευχέρεια για νέες επενδύσεις και στην ικανότητα απορρόφησης των ανοδικών πιέσεων στο κόστος ζωής. Αυτή η απόσταση δημιουργεί και πολιτικές εντάσεις, γιατί διαβρώνει το αίσθημα δικαιοσύνης και αμφισβητεί την αίσθηση ότι «όλοι παίζουν με τους ίδιους κανόνες».
Οι εντάσεις αυτές έχουν ήδη αρχίσει να μεταφράζονται σε πολιτικό πρόβλημα για την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Οταν τμήματα της μεσαίας τάξης βλέπουν κάποιες ελίτ να προσαρμόζονται ευκολότερα στην ακρίβεια ή στην αγορά κατοικίας, τότε η πολιτική στήριξη προς το «κόμμα τους», που θεωρείται δεδομένη από πολλούς, γίνεται ευμετάβλητη. Δεν είναι απλώς ζήτημα ρητορικής, είναι ζήτημα φθοράς της εμπιστοσύνης. Η μεσαία τάξη θυμώνει και δεν ξεχνά εύκολα όταν αισθάνεται αδικημένη – ιδίως μάλιστα όταν ευνοούνται οι λίγοι.
Ας είμαστε ρεαλιστές. Η μείωση των άμεσων φόρων μπορεί να δώσει ανακούφιση, αλλά δεν θεραπεύει δομικά προβλήματα. Χρειάζονται συγχρονισμένες πολιτικές. Αύξηση μισθών με συμβάσεις που να σέβονται την παραγωγικότητα, κατοικία προσιτή για νέες οικογένειες, δημόσιες υπηρεσίες που να λειτουργούν (υγεία, παιδεία, μεταφορές) και ένα φορολογικό σύστημα που να επιβαρύνει αναλογικά περισσότερο εκείνους που πραγματικά έχουν τη δυνατότητα να πληρώσουν. Σε κάθε άλλη περίπτωση, τα «σπόρια» στα εισοδήματα της μεσαίας τάξης θα εξατμιστούν σε μια νέα αύξηση ρεύματος ή μια έκτακτη δαπάνη.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δικαιούται να επιδιώκει να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη της μεσαίας τάξης ή, όπως λένε οι πολιτικοί σύμβουλοι, «να ανακτήσει την καρδιά της». Αλλά οι καρδιές δεν ανακτώνται με μια λογιστική εγγραφή στον Προϋπολογισμό. Ανακτώνται με πολιτικές που αλλάζουν την καθημερινότητα, με μέτρα για το εισόδημα, την κατοικία και το κόστος ζωής.
Στο τέλος της ημέρας, η μεσαία τάξη δεν ζητά οίκτο, ζητά αξιοπρέπεια. Να μπορεί να σχεδιάσει διακοπές χωρίς ενοχές, να αγοράσει βιβλία για τα παιδιά της, να πληρώσει γιατρούς ή να μη λυπάται το ελαιόλαδο στο φαγητό. Η μείωση της φορολογίας είναι καλή είδηση, αλλά το να πιστεύουμε ότι με αυτό και μόνο το μέτρο λύθηκαν όλα τα προβλήματα της μεσαίας τάξης είναι πλάνη. Τα πολιτικά ρετούς δεν επαρκούν όταν η κοινωνική πραγματικότητα δείχνει αυξανόμενες ανισότητες. Η πολιτική σταθερότητα κερδίζεται με πολιτικές που αλλάζουν την καθημερινότητα – όχι με σποραδικά μέτρα αισθητικής διόρθωσης.
Πηγή: protothema.gr