Γράφει ο Γρηγόρης Τζιοβάρας
Δεν είναι η πρώτη φορά που η σημερινή κυβέρνηση βρίσκεται στριμωγμένη «στα σκοινιά» κατά τη διάρκεια των πεντέμισι χρόνων που είναι στην εξουσία
Υπήρξαν και πολλές άλλες αφορμές εξαιτίας των οποίων δημιουργήθηκαν έντονα αρνητικές εντυπώσεις στην κοινή γνώμη με αποτέλεσμα οι δημοσκοπικές επιδόσεις της κυβερνητικής παράταξης να υποχωρούν.
Μικρότερη ή μεγαλύτερη δυσαρέσκεια στους πολίτες, όπως και αμφιβολίες για την ικανότητα της κυβέρνησης Μητσοτάκη να δίνει αποτελεσματικές λύσεις στα προβλήματα και τις χρόνιες παθογένειες της χώρας και να αντιμετωπίζει κρίσεις, προκλήθηκαν και με άλλες αιτίες. Το είδαμε, για παράδειγμα, μετά τις αποκαλύψεις τον Αύγουστο του 2021 για τις υποκλοπές, αλλά και έπειτα από μείζονες αστοχίες του κρατικού μηχανισμού να αντιμετωπίσει φυσικές καταστροφές, όπως το φιάσκο με τους εγκλωβισμούς οδηγών στα χιόνια της Αττικής Οδού, οι ετησίως επαναλαμβανόμενες καταστροφικές πυρκαγιές στην Αττική που έφθασαν έως και το Χαλάνδρι, οι δίχως προηγούμενο βιβλικές καταστροφές στη Θεσσαλία, κ.λπ.
Η κάμψη, ωστόσο, των ποσοστών της Νέας Δημοκρατίας στην πρόθεση ψήφου, αλλά και του Κυριάκου Μητσοτάκη στα ηγετικά χαρακτηριστικά του, αποδεικνυόταν ότι ήταν πρόσκαιρο φαινόμενο το οποίο έπειτα από μερικές εβδομάδες αντιστρεφόταν. Η πιο εντυπωσιακή αντιστροφή καταγράφηκε την άνοιξη του 2023 όταν, αμέσως μετά το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών, η δημοσκοπική κατρακύλα την οποία υπέστη το κυβερνών κόμμα ήταν, ειδικά το πρώτο διάστημα, πολύ ηχηρή.
Δύο εβδομάδες μετά την ανείπωτη τραγωδία που συγκλόνισε την κοινή γνώμη οι τάσεις των περισσότερων μετρήσεων έδειχναν ότι «η ΝΔ έχανε από 2 έως 5 μονάδες» στην πρόθεση ψήφου και «η διαφορά της με τον ΣΥΡΙΖΑ περιορίζονταν στις 3 με 4 μονάδες». Ως εκ τούτου, σοβαροί -κατά τεκμήριο- αναλυτές προεξοφλούσαν ότι «στις πρώτες εκλογές (σ.σ.: οι οποίες επέκειντο και θα διεξάγονταν με το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής που είχε ψηφιστεί από την κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ) το ποσοστό της ΝΔ θα είναι κάτω από 30% και ίσως να είναι κοντά στο 25%».
Με δεδομένο όμως, ότι ούτως ή άλλως δεν θα προέκυπτε βιώσιμο σχήμα διακυβέρνησης και θα χρειαζόταν μετά βεβαιότητας επαναληπτική εκλογή, οι ίδιοι αναλυτές απέκλειαν την πιθανότητα να καταφέρει το κυβερνών κόμμα να υπερβεί τον πήχη του 37% με 38% που θα του επέτρεπε να κατακτήσει κοινοβουλευτική αυτοδυναμία. Ενώπιον αυτού του προφανούς κινδύνου, το Μέγαρο Μαξίμου μετέθεσε τις εκλογές, που το πιθανότερο ήταν ότι θα γίνονταν τον Απρίλιο. Ταυτόχρονα επιδόθηκε σε μια εργώδη προσπάθεια να αλλάξει το έντονα δυσμενές κλίμα που επικρατούσε στην κοινωνία η οποία είχε υποστεί συγκλονισμό από τον άδικο χαμό των 57 συνανθρώπων μας που επέβαιναν στις μοιραίες αμαξοστοιχίες που συγκρούστηκαν στα Τέμπη.
Μέρος, δυστυχώς, αυτής της προσπάθειας για αλλαγή του κλίματος υπήρξε και η άρον άρον απομάκρυνση των συντριμμιών της σύγκρουσης από τον τόπο της τραγωδίας. Απομάκρυνση η οποία έγινε με τέτοια σπουδή που δεν μπορεί κανείς να είναι βέβαιος ότι δεν υπέκρυπτε ευρύτερες σκοπιμότητες. Πολύ περισσότερο που η εισαγγελία της Λάρισας ζήτησε να ασκηθούν διώξεις και έστειλε στη Βουλή τη δικογραφία με βάση την οποία την περασμένη Τρίτη αποφασίστηκε να συγκροτηθεί Επιτροπή Προκαταρκτικής Εξέτασης για να διερευνήσει τυχόν ποινικές ευθύνες του τότε υφυπουργού παρά τω πρωθυπουργώ Χρήστου Τριαντόπουλου.
Παρά ταύτα, πάντως, στις κάλπες που εν τέλει στήθηκαν στις 23 Μαΐου 2023, η Νέα Δημοκρατία απέσπασε, πέραν πάσης δημοσκοπικής πρόβλεψης ή άλλης προσδοκίας, το εντυπωσιακό ποσοστό της τάξης του 40,79%. Το οποίο ήταν υπερδιπλάσιο της επίδοσης του ΣΥΡΙΖΑ που περιορίστηκε στο 20,07%. Πέντε εβδομάδες αργότερα, στις 25 Ιουνίου 2023, οπότε έγιναν οι επαναληπτικές με το νέο εκλογικό σύστημα, οι πολίτες επιβεβαίωσαν τη βούλησή τους να κυβερνήσει αυτοδύναμα η ΝΔ. Της έδωσαν ποσοστό 40,56% και την ίδια ώρα έστελναν τον ΣΥΡΙΖΑ στο ταπεινωτικό 17,83% που τον έβγαλε μάλλον οριστικά εκτός του παιχνιδιού διεκδίκησης της εξουσίας. Όπως τουλάχιστον έδειξαν οι εξελίξεις που ακολούθησαν με την εκλογή του Στέφανου Κασσελάκη στη θέση του Αλέξη Τσίπρα ο οποίος, κατά δήλωσή του, «παραμέρισε».
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ότι ακριβώς αυτή η μεγάλη επιτυχία της κυβερνητικής παράταξης ήταν στην πραγματικότητα η απαρχή της πορείας της προς τη φθορά. Υποστηρίζουν ότι το 41% υπήρξε η μεγάλη φενάκη, η παγίδα στην οποία υπέπεσαν οι αξιωματούχοι της κυβέρνησης, οι οποίοι πίστεψαν ότι ήταν άτρωτοι. Και από την στιγμή που ουδείς από τους αντιπάλους τους έδειχνε ικανός να απειλήσει την πρωτοκαθεδρία, την οποία κατείχαν ήδη από το 2016 που έγινε αρχηγός της ΝΔ ο Κυριάκος Μητσοτάκης, έδειξαν να πιστεύουν ότι το σκηνικό αυτό θα παρέμενε εσαεί αμετάβλητο.
Η αλαζονική ερμηνεία ότι «δεν υπάρχει αντίπαλος που θα μας απειλήσει» κυριάρχησε στα μετεκλογικά έργα και ημέρες της κυβέρνησης η οποία βολεύονταν από τον κατακερματισμό των δυνάμεων ένθεν κακείθεν της ΝΔ. Ούτε η ανώμαλη προσγείωση που σηματοδότησε η υποχώρηση της ΝΔ στο 28,31% των ευρωεκλογών του περασμένου Ιουνίου εξελήφθη ως αφορμή αφύπνισης.
Τα προμηνύματα των μετρήσεων που έδειχναν ήδη από τον περασμένο Ιανουάριο ότι επτά στους δέκα πολίτες είχαν πεποίθηση ότι η χώρα κινείται προς τη λάθος κατεύθυνση δεν συγκίνησαν κανέναν από τους κυβερνώντες. Οι περισσότεροι αρκούνταν στις αυτάρεσκα προκλητικές πομφόλυγες του τύπου ότι «η Ελλάδα είναι ζάχαρη». Πομφόλυγες που ακούγονταν από υπουργικά χείλη και απευθύνονταν σε πολίτες για τους οποίους στην πλειοψηφία τους «δεν βγαίνει ο μήνας» με τις απολαβές που έχουν. Το μαρτυρά, άλλωστε, το πρόσφατο δημοσκοπικό εύρημα σύμφωνα με το οποίο το 52% των Ελλήνων πιστεύει ότι το 2019 ήταν σε καλύτερη οικονομική κατάσταση. Όπως επίσης και το αντίστοιχο ποσοστό που θεωρεί ότι υπό τις παρούσες συνθήκες είναι προτιμότερη η προσφυγή στις κάλπες.
Τα συλλαλητήρια της 26ης Ιανουαρίου και της 28ης Φεβρουαρίου κατέδειξαν πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η κυβέρνηση έχει χάσει την ικανότητα να διατηρεί την πρωτοβουλία των κινήσεων στο πολιτικό σκηνικό. Μόνον και μόνον το γεγονός ότι επί έξι συναπτές εβδομάδες η εγχώρια πολιτική επικαιρότητα μονοπωλείται από την υπόθεση των Τεμπών καταδεικνύει την αδυναμία των σημερινών κυβερνώντων να επηρεάσουν και να καθορίσουν το πολιτικό παιχνίδι όπως έκαναν πολύ πριν από το 2019 που ανέλαβαν τα ηνία της διακυβέρνησης.
Υπό αυτή τη συνθήκη, το ερώτημα για το κατά πόσο μπορούν ο Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του να γυρίσουν το παιχνίδι αποτελεί ένα στοίχημα με πολύ υψηλή απόδοση στο οποίο μόνον ριψοκίνδυνοι παίκτες θα μπορούσαν να ποντάρουν. Υπάρχουν, άραγε, τέτοιοι;
Πηγή: protothema.gr