Γράφει ο Πάνος Λουκάκος
Η απρεπής ματαίωση της συνάντησης Μητσοτάκη – Ερντογάν στη Νέα Υόρκη έδωσε την αφορμή να αρχίσει στην Αθήνα ένας νέος κύκλος συζητήσεων γύρω από τις ελληνοτουρκικές σχέσεις
Αφήνοντας στην άκρη ανόητες αντιπολιτευτικές κραυγές περί εξευτελισμού του Ελληνα πρωθυπουργού από τον Τούρκο πρόεδρο, ας δούμε αν μπορεί να υπάρξει στοιχειώδης συνεννόηση μαζί του σχετικά με τα προβλήματα στο Αιγαίο.
Να θυμηθούμε πρώτα ότι οι κρίσεις ανάμεσα στη Αθήνα και την Αγκυρα για το καθεστώς του Αιγαίου ξεκίνησαν τον Οκτώβριο του 1973, με αφορμή τα δικαιώματα εκμετάλλευσης πετρελαίου στο κοίτασμα του Πρίνου, ανάμεσα στη Θάσο και την Καβάλα. Εκτοτε η Τουρκία πρόσθεσε μια μεγάλη σειρά διεκδικήσεων εις βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας στο Αιγαίο, που ήρθαν να συναθροιστούν στις ήδη προβληματικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών για το Κυπριακό.
Διεκδικήσεις που τουλάχιστον τρεις φορές -το 1976 («Χόρα»), το 1987 («Σισμίκ») και το 1996 (Ιμια)- είχαν οδηγήσει Ελλάδα και Τουρκία στα πρόθυρα ένοπλης σύγκρουσης.
Να θυμηθούμε ακόμη ότι οι Ελληνες πρωθυπουργοί της Μεταπολίτευσης, από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον Ανδρέα Παπανδρέου και τον Κώστα Σημίτη έως τον Αλέξη Τσίπρα και τον Κυριάκο Μητσοτάκη, προσπάθησαν να βρουν καλόπιστες ρυθμίσεις σε διαδοχικές συναντήσεις με τους Τούρκους ομολόγους τους: τον Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, τον Μπουλέντ Ετσεβίτ, τον Τουργκούτ Οζάλ, τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, που ασκεί αδιαλείπτως την εξουσία από το 2002 είτε ως πρωθυπουργός είτε ως πρόεδρος.
Ουδέποτε προέκυψε ουσιαστικό αποτέλεσμα από τις συναντήσεις αυτές, εκτός από κάποιες πρόσκαιρες συμφωνίες για περιόδους «ήρεμων νερών» στο Αιγαίο. Προσέγγιση όμως σε ό,τι αφορά τον πυρήνα των προβλημάτων ανάμεσα στις δύο χώρες ούτε υπήρξε, αλλά ούτε και θα μπορούσε να έχει υπάρξει. Και τούτο διότι πάγια και ανυποχώρητη θέση της Ελλάδας είναι πως μοναδικό πρόβλημα είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, ενώ πάγια και ανυποχώρητη θέση της Τουρκίας είναι πως μια ευθεία γραμμή τέμνει κάθετα εις το μέσον το Αιγαίο, από Βορρά έως Νότο, εκεί όπου, κατά την άποψή της, συναντώνται η ελληνική και η τουρκική υφαλοκρηπίδα. Δυτικά της γραμμής, υποστηρίζει η Αγκυρα, η κυριαρχία στον θαλάσσιο και εναέριο χώρο ανήκει στην Ελλάδα, ανατολικά στην Τουρκία. Συνεπώς τα ελληνικά νησιά του Ανατολικού Αιγαίου δεν διαθέτουν δική τους υφαλοκρηπίδα και απλώς επικάθηνται της τουρκικής.
Είναι φανερό λοιπόν πως ουδέποτε θα υπάρξει συνεννόηση ανάμεσα στην Αθήνα και την Αγκυρα για το καθεστώς του Αιγαίου. Διότι δεν υπάρχει και δεν θα υπάρξει ελληνική κυβέρνηση που θα απεμπολήσει κατοχυρωμένα από το Διεθνές Δίκαιο δικαιώματα και ούτε υπάρχει ή θα υπάρξει τουρκική κυβέρνηση που θα παραιτηθεί από τις διεκδικήσεις της.
Ενα μέρος των ζητημάτων που έχει ανοίξει η Τουρκία ήδη από το 1974 και έχει αυξήσει στο έπακρο ο Ταγίπ Ερντογάν είναι οι «γκρίζες ζώνες» και η αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας σε νησίδες και βραχονησίδες, η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών, η διχοτόμηση του Αιγαίου, η «Γαλάζια Πατρίδα» που εκτείνεται στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, ακόμη και τα «σύνορα της καρδιάς μας», κατά την αμετροεπή διατύπωση του Τούρκου προέδρου, που αυτά μάλλον εκτείνονται στα όρια της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Καθόλου τυχαία, λοιπόν, ο Ερντογάν υποστήριξε μόλις προ ολίγων ημερών την άποψη ότι «καμία πρωτοβουλία στο Αιγαίο ή στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο δεν πρόκειται να ευοδωθεί χωρίς τη συμμετοχή της Τουρκίας».
Γίνεται έτσι φανερό πως είναι εκ των πραγμάτων άχρηστες οι συναντήσεις κορυφής μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, όπως αποδείχθηκαν άχρηστες και όλες οι αντίστοιχες διαδοχικές συναντήσεις εδώ και 50 χρόνια, από το 1975 έως σήμερα.
Σημαίνουν αυτά ότι πρέπει να σταματήσει κάθε διάλογος με την Τουρκία; Ασφαλώς όχι. Είναι χρήσιμα και ο διάλογος και οι επαφές με την Αγκυρα, αλλά σε επίπεδο διπλωματικό – υπηρεσιακό, ώστε να αποφεύγονται κατά το δυνατόν οι συγκρουσιακές καταστάσεις. Ωστόσο αποδεικνύονται εκ των πραγμάτων αυταπάτη τα περί μόνιμης διατήρησης των «ήρεμων νερών» στο Αιγαίο. Συχνά τα νερά είναι και θα είναι αχαρτογράφητα, ταραγμένα, απρόβλεπτα και όχι ήρεμα. Και τούτο δεν θα αλλάξει με την άλλη αυταπάτη ότι συναντήσεις σε επίπεδο κορυφής μπορεί να έχουν ουσιαστικά αποτελέσματα.
Η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια ισχυρή Τουρκία, που επιδιώκει να καταστεί περιφερειακή υπερδύναμη για να ελέγχει και να καθορίζει κατά βούληση τις εξελίξεις σε περιοχές από τον Καύκασο έως τη Μέση Ανατολή και από το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο έως τη Βόρεια Αφρική. Γι’ αυτούς τους λόγους απάντηση στον τουρκικό μεγαλοϊδεατισμό δεν είναι οι καλόπιστες συνομιλίες και οι επικλήσεις του Διεθνούς Δικαίου και των διεθνών συνθηκών. Αυτές άλλωστε παγκοσμίως πλέον έχουν υποκατασταθεί από την πολιτική της ισχύος αυταρχικών ηγετών. Απάντηση είναι μόνο οι ισχυροί εξοπλισμοί της Ελλάδας σε αέρα και θάλασσα και ο αποτελεσματικός στρατηγικός σχεδιασμός, ώστε να τεθούν ανυπέρβλητοι φραγμοί στην τουρκική επιθετικότητα. Και παράλληλα, οι τοπικές αμυντικές συμμαχίες με χώρες της περιοχής, που αποτελούν επίσης σοβαρά αναχώματα στον επεκτατικό αναθεωρητισμό της Τουρκίας, όπως είναι το Ισραήλ και η Αίγυπτος. Διότι αυτή είναι η μόνη γλώσσα που μπορούν να κατανοήσουν αυταρχικοί ηγέτες τύπου Ερντογάν.
Πηγή: protothema.gr
