Η υπονόμευση Μητσοτάκη

Γράφει ο Ανδρέας Ζούλας

Όταν η χειραψία του πρωθυπουργού με δύο προκατόχους του – και μάλιστα του ιδίου κόμματος – θεωρείται «είδηση», τα πράγματα δεν είναι καθόλου καλά
Όχι μόνο και τόσο για το κόμμα στο οποίο ανήκουν – αυτό είναι το λιγότερο – όσο για την ίδια την χώρα… Και όμως, όσο παράδοξο και αν φαίνεται, με μεγαλύτερη ψυχρότητα χαιρέτισαν τον κ. Κυριάκο Μητσοτάκη οι κύριοι Κώστας Καραμανλής και Αντώνης Σαμαράς, κατά την πρόσφατη συνάντησή τους στο Ίδρυμα Κων. Καραμανλή, από όση – αδικαιολόγητη και ακατανόητη – θέρμη με την οποία είχαν χαιρετίσει τον κ. Ν. Παππά, τον επιλεγόμενο και «13-0» και εκ των επινοητών των «κουκουλοφόρων-μαρτύρων» της «Νοβάρτις».

Το φαινόμενο είναι πραγματικά θλιβερό. Βρισκόμαστε στην αρχή της – τυπικής – τριετίας που μας χωρίζει από τις προσεχείς βουλευτικές εκλογές…Και αντί ο Πρωθυπουργός να σχεδιάζει, να προγραμματίζει και να συντονίζει αποτελεσματικά την κυβερνητική δράση, έχει ως σημαντικό – αν όχι και πρώτης προτεραιότητος – μέλημα, το πώς θα αντιμετωπίσει την εσωκομματική αμφισβήτηση. Η οποία και αν ακόμη δεν «κινείται» από τους δύο προκατόχους του, ακριβώς στην όλη στάση τους βρίσκει «πολιτικό» έρεισμα. Και επειδή η αμφισβήτηση αυτή είναι συνεχής, καταντά να είναι υπονόμευση και μάλιστα «τυφλή», καθώς δεν αποβλέπει σε κάποιο «πολιτικό αποτέλεσμα», παρά μόνο στο να εξασθενίζει η θέση του κ. Μητσοτάκη.

Όπως όλα δείχνουν πεδίο της εσωκομματικής αμφισβήτησης πολύ περισσότερο από τον ελληνοτουρκικό διάλογο, θα είναι η «αντίθεση» στην επανεκλογή της κυρίας Σακελλαροπούλου στο αξίωμα της Προέδρου της Δημοκρατίας. Και γι’ αυτό ας μου επιτραπεί να επικεντρώσω στο θέμα αυτό το παρόν σχόλιό μου.

Ήδη από αρκετών μηνών έχουν αρχίσει να γίνονται «προειδοποιητικές» δηλώσεις, από βουλευτές που αυτοπροσδιορίζονται ως «καραμανλικοί» (υποθέτω με αναφορά στον Κώστα και όχι στον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον οποίο μάλλον δεν έχουν συναντήσει ποτέ και τον γνωρίζουν μόνο από φωτογραφίες). Ορισμένοι, λοιπόν, τέτοιοι «καραμανλικοί», έχουν δηλώσει ότι δεν πρέπει να θεωρούνται δεδομένοι κατά την προσεχή Προεδρική εκλογή και ότι είναι καιρός πλέον να αποκτήσουμε Πρόεδρο της Δημοκρατίας προερχόμενο «από τον χώρο μας».

Οι δηλώσεις αυτές και οι παρεμφερείς τους, αν δεν αποδεικνύουν την πλήρη σύγχυση στην οποία βρίσκονται οι βουλευτές και παράγοντες της ΝΔ που τις διατυπώνουν, αποδεικνύουν το προσχηματικό της «επιχειρηματολογίας» τους. Δεν τους ενοχλεί η «πολιτική προέλευση» της κυρίας Σακελλαροπούλου, ή του όποιου Προέδρου της Δημοκρατίας, αλλά λένε ό,τι λένε για να δημιουργήσουν θέμα. Και τούτο είναι αυταπόδεικτο:

Ο κ. Κώστας Καραμανλής, ως νεοεκλεγείς Πρωθυπουργός, είχε στις 12 Δεκεμβρίου του 2004 ΠΡΩΤΟΣ αυτός προτείνει για το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας τον Κάρολο Παπούλια. Ο οποίος, φυσικά, δεν ήταν… «σαρξ εκ της σαρκός» της Νέας Δημοκρατίας. Αντίθετα, ήταν κορυφαίο στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, σε μια περίοδο οξύτατης πολιτικής αντιπαράθεσης ΠΑΣΟΚ – ΝΔ. Η απόφαση αυτή του Κ. Καραμανλή δεν είχε τότε ενοχλήσει κανέναν απολύτως από τους «καραμανλικούς» (του προαναφερομένου είδους) βουλευτές της ΝΔ, που σύσσωμοι εψήφισαν την επιλογή αυτή, με αποτέλεσμα ο Κάρολος Παπούλιας να εκλεγεί με 279 ψήφους.

Αυτό και μόνο αποδεικνύει το ψευδεπίγραφο και προσχηματικό της τωρινής κριτικής και επιχειρηματολογίας. Όμως αξίζει να μείνουμε περισσότερο στο θέμα, γιατί δεν μιλάμε για κάποιον τυχόντα παράγοντα της δημόσιας διοίκησης, αλλά για τον αρχηγό του Κράτους και τον κατά το Σύνταγμα ρυθμιστή του Πολιτεύματος. Πρέπει δηλαδή να καταλάβουν οι βουλευτές και οι παράγοντες αυτοί ότι δεν μπορούν να μιλάνε κατ’ ουσίαν απαξιωτικά και προσβλητικά για τον ενεργεία Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Σημειώνω ότι για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας ο Κανονισμός της Βουλής προβλέπει ότι δικαίωμα να υποδείξουν υποψήφιο της εκλογής τους έχουν (ΜΟΝΟΝ) κόμματα ή βουλευτικές ομάδες διαθέτουσες τουλάχιστον δέκα Βουλευτές. Ο Κανόνας αυτός βέβαια ισχύει για την διαδικασία υποδείξεως υποψηφίων και ψηφοφορίας προς ανάδειξη του Προέδρου της Δημοκρατίας. Ωστόσο δίδει σαφέστατο μέτρο γενικότερης συμπεριφοράς και προς την διαδικασία, αλλά και προς τον θεσμό, τελικά, του Προέδρου της Δημοκρατίας. Δεν μπορεί δηλαδή ο κάθε ένας να δηλώνει «θέλω αυτόν» ή «δεν θέλω» αυτόν». Για τους υποψηφίους άλλωστε που υποδεικνύουν τα κόμματα, δεν προηγείται συζήτηση, κατά τις σχετικές διατάξεις του Κανονισμού της Βουλής.

Ο λόγος για τον οποίο έχουν τεθεί οι διατάξεις αυτές θα έπρεπε να γίνεται κατανοητός τουλάχιστον από βουλευτές και λοιπούς πολιτικούς-κομματικούς παράγοντες. Η διαδικασία επιλογής υποψηφίου Προέδρου της Δημοκρατίας, – όπως και η διαδικασία εκλογής του – είναι πολύ σοβαρά ζητήματα και δεν θα έπρεπε να εκφυλίζονται στον τρέχοντα πολιτικό – ή και «παραπολιτικό» – λόγο και διάλογο. Από την άποψη αυτή διαφωνώ πλήρως προς την πρόσφατη κυβερνητική δήλωση -σε σχετική ερώτηση- ότι η συζήτηση για το πρόσωπο του Προέδρου της Δημοκρατίας «είναι πρόωρη». Δεν είναι «πρόωρη», είναι ΑΤΟΠΗ η – δημόσια – συζήτηση για το πρόσωπο που θα υποδείξει η Νέα Δημοκρατία για την θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας για την περίοδο 2024 – 2029 και ενώ ακόμη ασκεί κανονικά τα καθήκοντά της η νυν Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

Και δεν είναι μόνον οι σχετικές διατάξεις που επιτάσσουν σοβαρότητα στην αντιμετώπιση του θέματος. Υπάρχουν και πραγματικοί, θεσμικοί και σαφώς πολιτικοί λόγοι που θα έπρεπε να αποτρέπουν αυτούς τους βουλευτές και παράγοντες να θέτουν σε δημόσιο λόγο το θέμα του προσώπου του μελλοντικού Προέδρου της Δημοκρατίας.

Οι θεσμικοί λόγοι είναι ότι ο δημόσιος λόγος περί του προσώπου του μελλοντικού Προέδρου της Δημοκρατίας, θίγει την, νυν Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Πολύ περισσότερο μάλιστα για το γεγονός ότι η κυρία Σακελλαροπούλου – με μία μοναδική εξαίρεση, την παρουσία της στην ανεκδιήγητη «φιέστα» του δημάρχου Αθηναίων, για την …βράβευση του Ελληνικού Λαού (!) για την στάση του στα πενήντα χρόνια της μεταπολίτευσης – άσκησε κατά τρόπο εξαίρετο, θεσμικά άψογο, τα καθήκοντά της. Πέραν δε αυτού η όλη πολιτεία της επιβεβαίωσε απολύτως το ορθό της επιλογής του κ. Κυριάκου Μητσοτάκη να την υποδείξει για το ύπατο πολιτειακό αξίωμα, καθώς υπήρξε απόλυτα «θεσμική» και ουδέποτε υποπτεύθηκε κανείς τις πολιτικές της προτιμήσεις, που οπωσδήποτε έχει, όπως κάθε συνειδητός πολίτης.

Όσον αφορά εξάλλου στους καθαρά πολιτικούς λόγους – και αν θέλετε και υπό το κομματικό πρίσμα θεωρούμενους – οι ασκούντες «πίεση» να επιλεγεί υποψήφιος από τον χώρο της Νέας Δημοκρατίας, αγνοούν ή θέλουν να αγνοούν τον προσδιοριζόμενο από την Ιδρυτική της Διακήρυξη κύριο χαρακτήρα της. Και μάλιστα όχι μόνο του κόμματος της ΝΔ, αλλά της παράταξης, ο οποίος είναι αφομοιοτικός κάθε πολιτικής δυνάμεως-προσωπικότητος που έχει, μπορεί και θέλει να προσφέρει από τις τάξεις είτε, πολύ παλαιότερα, της ΕΡΕ, είτε, μετά το 1974, της Νέας Δημοκρατίας. Θυμίζω απλώς ότι τρεις κορυφαίες πολιτικές προσωπικότητες, που σφράγισαν την πολιτική ζωή του τόπου, δεν ήταν «του χώρου», όπως τον εννοούν οι – ας μου επιτραπεί να τους ονομάσω έτσι – «νέο-καραμανλικοί» βουλευτές και παράγοντες. Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος άρχισε την πολιτική του σταδιοδρομία – σε ηλικία 20 ετών – ως προσωπικός γραμματεύς του Ελευθερίου Βενιζέλου. Ο Ευάγγελος Αβέρωφ, κατά δήλωσή του στην ελληνική Βουλή – μετά το 1974 – στο δημοψήφισμα του 1946, για την επιστροφή του Γεωργίου Β΄, έκανε καμπάνια κατά της επανόδου του… Τέλος, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, φύσει κεντρώος, ήταν εκείνος που επανέφερε την Νέα Δημοκρατία στην Κυβέρνηση, η δε εκ των έσω υπονόμευσή του και η εξ αυτής πτώση του εστοίχισε πολύ ακριβά στην χώρα.

Ένα ιδιαίτερο στοιχείο που φαίνεται ότι δεν αντιλαμβάνονται οι βουλευτές και παράγοντες της κατηγορίας για την οποία μιλάμε, είναι τούτο: Η φυσική ιδιότητα – και ικανότητα – της παράταξης, εξ αρχής, να επεκτείνεται και να αφομοιώνει προσωπικότητες από «άλλους πολιτικούς χώρους» μεγιστοποιείται όταν οι «άλλοι πολιτικοί χώροι» δοκιμάζονται και χειμάζονται. Όπως ακριβώς τώρα…

Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι οι «πιέζοντες» να έχουμε Πρόεδρο «από τον χώρο μας», δεν κάνουν τίποτε άλλο από του να καλούν τον Πρωθυπουργό να αναγνωρίσει εμπράκτως ότι έκανε λάθος και στην επιλογή της κυρίας Σακελλαροπούλου, αλλά και στην λογική με την οποία την προέκρινε. Πέραν δε αυτού, τού ζητούν να υποδείξει Πρόεδρο των πολιτικών προδιαγραφών τους, ο οποίος, φυσικά και αναπότρεπτα, δεν θα είναι μόνο ο εκ του Συντάγματος «Ρυθμιστής του Πολιτεύματος», αλλά και ο «Τοποτηρητής-επιτηρητής» της «κομματικής ορθότητος» των ενεργειών του Πρωθυπουργού και της Κυβέρνησης.

Για όλους αυτούς τους λόγους πιστεύω ότι ο κ. Μητσοτάκης – επειδή δεν συνηθίζει να «παίζει εν ου παικτοίς» – θα υποδείξει πρόσωπο για την Προεδρία της Δημοκρατίας για την προσεχή πενταετία, ακολουθώντας πιστά το πολιτικό σκεπτικό που τον οδήγησε στην απόφαση να υποδείξει την κυρία Σακελλαροπούλου. Οι δε βουλευτές που δεν θα συμφωνούν με την τελική επιλογή του δεν έχουν παρά να τον μιμηθούν. Είναι ελεύθεροι να μη ψηφίσουν τον υποψήφιο που θα υποδείξει η Νέα Δημοκρατία. Και στην περίπτωση αυτή καλό θα ήταν να απόσχουν και της ψηφοφορίας, όπως έκανε ο κ. Μητσοτάκης το 2015 οπότε και δεν ψήφισε τον κ. Παυλόπουλο, αλλά και, απέχοντας της ψηφοφορίας, δεν τον κατεψήφισε. (Τούτο δε είναι το πολιτικώς ορθό γιατί υπελόγισε ότι θα συνεργαζόταν ως κυβερνητικός παράγων με τον κ. Παυλόπουλο, όπως και έγινε και στο ανώτατο μάλιστα επίπεδο). Μπορεί, επομένως, ο βουλευτής που διαφωνεί με την κομματική υπόδειξη να πράξει κατ’ αυτόν τον τρόπο. Γνωστοποιώντας την θέση με ανακοίνωσή του την ημέρα της ψηφοφορίας στη Βουλή. Και όχι μήνες πριν…

Βεβαίως όλες αυτές οι καταστάσεις, οι οποίες και στην καλύτερη εκδοχή τους, παρέχουν αφορμές προστριβών, θα μπορούσαν – και πρέπει – να αποφευχθούν. Κι αυτό μπορεί να γίνει με μια απλή δήλωση των κ.κ. Καραμανλή και Σαμαρά, ότι θα ψηφίσουν τον υποψήφιο Πρόεδρο Δημοκρατίας που θα υποδείξει η Νέα Δημοκρατία. Οπότε θα έπαυε αμέσως κάθε αμφισβήτηση/υπονόμευση με αφορμή το θέμα αυτό. Αλλά και γενικότερα…

Πηγή: protothema.gr

Back to top button
Our site uses cookies to improve your browsing experience and provide you with personalized content. By continuing to use our site, you agree to our cookie policy.