Γράφει ο Πιέρρος Ι. Τζανετάκος
«Μακριά και αγαπημένοι». Αυτός είναι ο εύγλωττος τίτλος του βιβλίου υπό την επιμέλεια του Ρίτσαρντ Τζάκσον, όπου και δημοσιεύονται προφορικές μαρτυρίες συναδέλφων του διπλωματών οι οποίοι υπηρέτησαν στην Ελλάδα τα χρόνια 1940- 2020.
«Με ρωτούν συχνά για τον ρόλο των ΗΠΑ στην Ελλάδα και για το τί σκέφτονται οι Αμερικανοί για αυτή τη χώρα», γράφει στην εισαγωγή του ο Τζάκσον. Και συνεχίζει: «Μάλιστα, μου πέρασε από το μυαλό να τιτλοφορήσω το βιβλίο “Τι σκέφτονται στ’ αλήθεια οι Αμερικανοί για εμάς τους Έλληνες;” και μόνο έπειτα από κάμποσες αμφιταλαντεύσεις επέλεξα τον πιο ψύχραιμο τίτλο του εξωφύλλου. Στην πορεία της έρευνας μου, ένοιωσα ακόμα μεγαλύτερο σεβασμό και θαυμασμό για τις γενιές των Αμερικανών διπλωματών που έχουν υπηρετήσει στην Ελλάδα».
Πράγματι, το πόστο της αμερικανικής πρεσβείας στη λεωφόρο βασιλίσσης Σοφίας είναι σκληρό, μοιάζει με διακεκαυμένη ζώνη. Όσο δε για το «μακριά και αγαπημένοι»; Αποτυπώνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο- και μάλιστα εκατέρωθεν- το πώς θα ήθελαν τη σχέση τους Έλληνες και Αμερικανοί. Πολιτικοί και διπλωμάτες.
Η Αθήνα είχε ανέκαθεν ανάγκη την αμερικανική στήριξη, δεν της άρεσε όμως ο ασφυκτικός βαθμό επιρροής. Η δε Ουάσινγκτον ήθελε να ελέγχει τις εξελίξεις στη χώρα- σε έναν από τους βασικούς κρίκους του δυτικού συστήματος ασφαλείας. Αμέτρητες ήταν, όμως, και οι φορές που οι Αμερικανοί διπλωμάτες ένοιωσαν απηυδισμένοι όταν έρχονταν αντιμέτωποι με την ελληνική πραγματικότητα.
Προς ανάσχεση του κομμουνιστικού κινδύνου
Όλα αυτά συνέτειναν στη σχεδόν παραδοσιακή επιλογή του Λευκού Οίκου να στέλνει, διαχρονικά, στην Ελλάδα πρέσβη προερχόμενο από το διπλωματικό σώμα. Στόχοι ήταν να ανασχεθεί ο κομμουνιστικός κίνδυνος, να διαφυλαχθούν οι εύθραυστες ισορροπίες στην Ανατολική Μεσόγειο, να αποφευχθεί η διάρρηξη της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, να τηρείται ευλαβικά η γραφειοκρατία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Ταυτοχρόνως, όμως, έπρεπε να υπάρχουν τόσο η απαραίτητη ευελιξία, όσο και η εφευρετικότητα ώστε να αποφεύγονται οι διαφόρων ειδών κρίσεις που ενέσκηπταν ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Από τον Πιουριφόι, τον Λαμπουίς, τον Τάλμποτ, τον Τάσκα και τον Στερνς έως τον Κήλυ, τον Νάιλς, τον Μίλερ, τον Ρις και τον Πάιατ τα διακυβεύματα ήταν σχεδόν πανομοιότυπα.
Αναρωτιέται κανείς, θα μπορούσε διπλωμάτης εκ προσωπικοτήτων να χειριστεί τα πράγματα στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, η οποία έως τουλάχιστον τις αρχές της δεκαετίας ζούσε με αμερικανικά χρήματα και υπό το φόβο της ανατροπής του καθεστώτος από το παράνομο ΚΚΕ; «Εκείνη την εποχή παρείχαμε ακόμα τα 2/3 του ξένου συναλλάγματος που χρειαζόταν η χώρα. Το συνολικό ποσό του ξένου συναλλάγματος ήταν τότε κάπου 400 εκατομμύρια δολάρια, εμείς δίναμε τα 280 εκατομμύρια», αφηγείται ο Τζέιμς Γουόρεν, οικονομικός αναλυτής για το Σχέδιο Μάρσαλ στην πρεσβεία επί μία τριετία από το 1948 και μετά.
Τότε, η αμερικανική ιδεολογία ήταν πανταχού παρούσα στην Ελλάδα. Όταν ανακοινώθηκε το Δόγμα Τρούμαν, τον Σεπτέμβριο του 1947 εν μέσω του Εμφυλίου Πολέμου, ο Νόρμπερτ Άνσουτς βρισκόταν στη νότια Αλβανία, ως μέλος της αμερικανικής αποστολής έρευνας περί της στρατιωτικής βοήθειας των σοσιαλιστικών κρατών στον Δημοκρατικό Στρατό του ΚΚΕ. «Οι δυτικές δυνάμεις έλεγαν όλα τα σωστά πράγματα και το ανατολικό μπλοκ τα αμφισβητούσε», θυμάται. Ήταν, όμως, πράγματι έτσι; Πίστευαν πάντα οι Έλληνες αυτά που έλεγε η Δύση;
«Ελληνες, ένας εκρηκτικός μεσογειακός λαός»
«Δεν μπορείς ποτέ να βάλεις τις σχέσεις με την Ελλάδα στον αυτόματο πιλότο. Είναι ένας εκρηκτικός μεσογειακός λαός», λέει ο Μοντήγκλ Στερνς, σύμβουλος Πολιτικών Υποθέσεων (1958- 62) και μετέπειτα πρέσβης στην Αθήνα. Το ερώτημα λοιπόν που προκύπτει και για τα χρόνια της αργοπορημένης ριζοσπαστικοποίησης, όταν παραλλήλως το Κυπριακό δημιουργούσε επικίνδυνες αναταράξεις διαρκείας στο τρίγωνο Αθήνας- Άγκυρας- Ουάσινγκτον, είναι πανομοιότυπο: Πόση διπλωματική εμπειρία απαιτείτο εκείνην την περίοδο στην πρεσβεία ώστε να αποφεύγονται τα χειρότερα; Αναδεικνύεται, δε, επίσης ο βαθμός της αμερικανικής επιρροής επί των πολιτικών πραγμάτων στην Ελλάδα, χωρίς πολλές φορές να γίνεται κατανοητός ούτε από τους ίδιους του διπλωμάτες: Επί Κωνσταντίνου Καραμανλή και στη συνεχεία κατά τη διάρκεια των κυβερνήσεων της Ένωσης Κέντρου και των «αποστατών», η βασίλισσα Φρειδερίκη αναμιγνυόταν κατά κόρον στη δημόσια σκηνή, ως μη όφειλε.
«Κάποια απ’ όσα λέγονταν ήταν υπερβολές της αντιπολίτευσης, αλλά και εκείνη δεν ήταν γεννημένη διπλωμάτισσα», εκτιμά ο Στερνς. Και προσθέτει: «Νομίζω άθελά τους οι ΗΠΑ συνέβαλαν στη φήμη της ως μη εκλεγμένου παρασκηνιακού παράγοντα, καθώς είχαν, ιδίως μέσω της CIA, αρκετά στενή σχέση με τη βασιλική οικογένεια». Ο Στερνς έγινε αργότερα φίλος με τον Ανδρέα Παπανδρέου. Οι δύο τους, οι σύζυγοι και τα παιδιά τους έμεναν μεσοτοιχία με τον μετέπειτα πρωθυπουργό της Ελλάδας. «Η Τόνι (σσ: μάλλον πρόκειται για τη γυναίκα του Στερνς) έκανε μπέιμπι σίτινγκ στον Γιώργο, τον μεγαλύτερο, που αργότερα και αυτός έγινε πρωθυπουργός».
«Οι Έλληνες περίμεναν να τους φερόμαστε ως ίσους προς ίσους»
Όσο για το «μακριά και αγαπημένοι», που μάλλον δεν ταίριαζε τόσο στην περίπτωση του Στερνς; Ο Χέρμπερτ Μπρούστερ, σύμβουλος Πολιτικών Υποθέσεων στην Αθήνα τα θερμά χρόνια 1961- 65 εξιστορεί: «Οι Έλληνες έλεγαν: “Δεν είμαστε Νικαράγουα, είμαστε το λίκνο της δημοκρατίας, ξέρουμε από δημοκρατία και εκλογές. Δεν θα μας πεις εσύ τι θα κάνουμε”. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα. Οι Έλληνες περίμεναν να τους φερόμαστε ως ίσους προς ίσους».
Ο Μπρούστερ δεν θα μπορούσε να είναι πιο αφοπλιστικός, έως και κυνικός, στις περιγραφές του. Εν μέσω μιας Αθήνας που παλλόταν στους ρυθμούς της αλλαγής εξουσίας, αλλά και της προσπάθειας των Αμερικανών να φέρουν τον Μακάριο, τον Παπανδρέου και τον Ινονού με τα νερά τους, διαπίστωνε με έντονες δόσεις ειρωνείας: «Οι περισσότεροι Έλληνες βουλευτές ήταν μεταξύ 55 και 70 χρόνων- και υπουργός δεν γινόσουν αν δεν ήσουν βουλευτής. Το ζήτημα ήταν να πάρεις υπουργείο ώστε να μπορείς να μοιράζεις χρήματα και δουλειές».
Η 21η Απριλίου και η τριχοτόμηση της πρεσβείας των ΗΠΑ
Σε μια τραγική ειρωνεία της Ιστορίας, η αμερικανική πρεσβεία πιάστηκε κοιμώμενη το πρωί της 21ης Απριλίου 1967. Περίμενε, ίσως, χούντα των στρατηγών αλλά της ξημέρωσαν οι συνταγματάρχες. Αποτέλεσμα ήταν, όπως λέει ο Ρόμπερτ Κήλυ, ακόμα τότε σύμβουλος Πολιτικών Υποθέσεων, να τριχοτομηθεί η πρεσβεία: σε αυτούς που θεωρούσαν το πραξικόπημα καλύτερη εξέλιξη από οποιαδήποτε άλλη εναλλακτική, εκείνους που είχαν απογοητευτεί αλλά εκτιμούσαν ότι έπρεπε να το αποδεχτούν και να κάνουν ό,τι καλύτερο για να εφαρμοστούν συνταγματικές και δημοκρατικές διαδικασίες και όσους «πιστεύαμε ότι έπρεπε να απορρίψουμε το πραξικόπημα, να αρνηθούμε να το αποδεχτούμε και να προσπαθήσουμε να το ανατρέψουμε». Σήμερα γνωρίζουμε ποιοι επικράτησαν.
Επιστρέφοντας πάντως στο πρωινό της 21/4, ο Μπρούστερ που υπηρετούσε εκείνες τις μέρες στο Γραφείο Ελληνικών Υποθέσεων στην Ουάσινγκτον, ξύπνησε τον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών Ντην Ρασκ για να του μεταφέρει τα νέα: «Με συμβούλεψε: “Κύριε Μπρούστερ, μην ταράζεστε τόσο: είναι το 91ο πραξικόπημα μου”. Εγώ του είπα: “Είναι διαφορετικά εδώ, στο λίκνο της δημοκρατίας”.
Θάνατος και όλεθρος στην Κύπρο
Τελικά τα πράγματα δεν ήταν και τόσο διαφορετικά. Πάντως, την πιο εντυπωσιακή αφήγηση, δια της οποίας αναδεικνύεται το πόσο εύκολα μπορεί να χαθεί ο έλεγχος σε περιπτώσεις αλλεπάλληλων κρίσεων διεθνούς βεληνεκούς, πραγματοποιεί ο Τόμας Μπόγιατ διευθυντής Κυπριακών Υποθέσεων στην Ουάσινγκτον από το 1971 έως το 1974: «Είχαμε χάσει και τα τρία μέρη και τους Έλληνες και τους Τούρκους και τους Κύπριους. Είχαμε φέρει τον θάνατο και τον όλεθρο στο νησί. Ο Κίσινγκερ είπε: “Παύεσαι από διευθυντής Κυπριακών Υποθέσεων”, κι έτσι πήγα σπίτι μου.
H Κίμπερλι Γκίλοφοϊλ
Τι σχέση έχει με όλα αυτά- και όλους αυτούς η Κίμπερλι Γκίλφοϊλ; Επιφανειακά καμία. Και αυτό διότι η έλευση της νέας Αμερικανίδας πρεσβευτή στην Αθήνα- παρεμπιπτόντως είναι η πρώτη γυναίκα που υπηρετεί εδώ- συμβαδίζει με την αλλαγή πολιτικού και πολιτισμικού παραδείγματος που επιβάλλει ο Ντόναλντ Τραμπ στη δεύτερη θητεία του. Δύσκολα θα υπέθετε κάποιος ότι η Ουάσινγκτον θα στείλει σε Αθήνα, Άγκυρα και οσονούπω στη Λευκωσία εκπροσώπους εκτός διπλωματικού σώματος, εκτός ομογένειας (όσον αφορά κυρίως την Ελλάδα), προερχόμενους από το χώρο των επιχειρήσεων και των μίντια, χωρίς εμπειρία διαχείρισης κρίσεων, με βασικό κριτήριο τη στενή σχέση με τον Πρόεδρο. Και αν το υπέθετε, τότε θα συμπέραινε ότι είτε ο κ. Τραμπ δεν ενδιαφέρεται για την περιοχή, είτε έχει τεράστια εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του. Ότι δηλαδή δι’ αυτού λύνονται όλα τα προβλήματα, όσο κι αν είναι βαθιά ριζωμένα στο χρόνο, εμποτισμένα μάλιστα με αίμα.
Αυτό όμως που δεν αλλάζει, αποδίδοντας ομοιότητες στη θητεία της κ. Γκιλφόιλ με αυτές των προκατόχων της, είναι το γεγονός ότι η συγκυρία στην Ανατολική Μεσόγειο μόνο ομαλή δεν είναι, όσο και αν θα το ήθελε ο κ. Τραμπ. Αντιθέτως. Υποκρύπτει περισσότερες παγίδες απ’ όσες ευκαιρίες ενδεχομένως να διαβλέπουν οι ένοικοι του Λευκού Οίκου και οι πρεσβευτές στο τρίγωνο Αθήνας- Άγκυρας- Λευκωσίας. Πράγματι, η κ. Γκίλφοϊλ εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια της ακρόασής της στη Γερουσία ενημερωμένη για τα ενεργειακά εγχειρήματα στην ευρύτερη περιοχή. Αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει ότι θα επιβάλλει την εξωτερική πολιτική της Αθήνας, πολλώ δε μάλλον ότι θα πιέσει για υποχωρήσεις ή ακόμα περισσότερο για παραχωρήσεις.
Η περίπτωση της Τουρκίας
Τα ίδια ισχύουν και για τον ομόλογό της στην Τουρκία, τον πολυσχιδή κ. Τομ Μπάρακ. Αμφότεροι λειτουργούν στη λογική των «παραδοτέων». Να παρουσιάσουν δηλαδή στον Ντόναλντ Τραμπ χειροπιαστά αποτελέσματα όχι τόσο υπέρ των κρατών στα οποία εργάζονται, όσο υπέρ των αμερικανικών συμφερόντων. Η εποχή είναι γεμάτη ανατροπές και εκπλήξεις και η διαχείρισή τους απαιτεί εξαιρετικά λεπτούς χειρισμούς και αντίστοιχες δυνατότητες. Ακόμα και αν δεν ζούμε σε επανάληψη τις δεκαετίες του 50, 60 ή του 70 αυτός που φαίνεται έως και σήμερα απολύτως επίκαιρος είναι ο τίτλος του Τζάκσον: «Μακριά και αγαπημένοι». Η νέα Αμερικανίδα πρέσβης θα κληθεί να ισορροπήσει μέσα σε αυτό το παράξενο, αντιφατικό τοπίο. Να πετύχει εκεί που απέτυχαν πολλοί και πιο έμπειροι από την ίδια. Με τη διαφορά ότι οι περισσότεροι εξ αυτών δεν ήταν σε θέση να μιλήσουν εντός δεκαλέπτου, απευθείας, με τον Πρόεδρο τους. Μένει να φανεί αν αυτό αρκεί.
Πηγή: tovima.gr
