Ερημη χώρα

Γράφει ο Αντώνης Καρακούσης

Οι πρόποδες του Νότιου Ταϋγέτου είναι προικοδοτημένοι από τη φύση. Το δεσποτικό βουνό κατεβαίνοντας προς τον Λακωνικό κόλπο γλυκαίνει, προικίζοντας τους ανισόπεδους κατηφορικούς λόφους με πλούσια ασβεστολιθικά εδάφη που εδώ και αιώνες θρέφουν κατάφυτους, δομημένους σε αναβαθμίδες, πεζούλες ή λούρες όπως τις λένε οι ντόπιοι, ελαιώνες, το λάδι των οποίων φημίζεται για την εξαιρετική ποιότητά του.

Η παρόδοση της ελαιοκομίας στην ευρεία αυτή ζώνη χιλιάδων στρεμμάτων θέλει τις ελιές να συνθλίβονται αυθημερόν από τη συγκομιδή τους στα λιοτρίβια της περιοχής ώστε οι καρποί να μην οξειδώνονται και έτσι να αποδίδουν εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο με σχεδόν μηδενική οξύτητα. Σε αυτούς τους παραγωγικούς μα και δυσπρόσιτους λόφους, ένθεν κακείθεν του, μνημονευόμενου από τον Παυσανία, ποταμού Σμήνου, εκτείνονται τα Μπαρδουνοχώρια, μια συστάδα χωριών και οικισμών, με ξεμόνια διάσπαρτα ανάμεσά τους, που άλλοτε έσφυζαν από ζωή και τώρα μοιάζουν με φαντάσματα του παλαιού καιρού.

Στο Αρχοντικό, στη Μέλισσα, στα Κόκκινα Λουριά, στον Αγιο Νικόλαο, στο Σελεγούδι και στην Καστάνια δεν κατοικούν περισσότεροι από 300 άνθρωποι όλο τον χρόνο. Και αυτοί οι περισσότεροι γέροντες πλαισιωμένοι από ελάχιστους νέους και λίγους εναπομείναντες αλβανούς μετανάστες, οι οποίοι παλεύουν να κρατήσουν τους ελαιώνες ζωντανούς και τα σπίτια όρθια.

Τον Αύγουστο μόνο ξαναζωντανεύουν τα χωριά από εκείνους που μετοίκησαν στα αστικά κέντρα. Προσπαθούν είναι αλήθεια να επιδιορθώσουν τα σπίτια, να καματέψουν τα χωράφια, να περιορίσουν τις αγριάδες, να οργανώσουν εκδηλώσεις, να ξυπνήσουν μνήμες και εικόνες. Αλλά τα θερινά ανταμώματα προφανώς δεν αρκούν. Από την τελευταία εβδομάδα του Αυγούστου τα πάντα επανέρχονται στην καταθλιπτική πραγματικότητα της εντεινόμενης εγκατάλειψης.

Χρόνο με τον χρόνο τα ερειπωμένα σπίτια πληθαίνουν, οι λόγγοι πνίγουν τους ελαιώνες, οι μεγάλοι πια πληθυσμοί των αγριογούρουνων γκρεμίζουν τις χτισμένες με κόπο αναβαθμίδες και τα απόκοσμα ουρλιαχτά των τσακαλιών μόλις πέφτει το σούρουπο έρχονται να επιβεβαιώσουν την παρακμή ενός ξεχωριστού τόπου που άνθησε πραγματικά στα χρόνια του Μεσοπολέμου και αργότερα στις μεταπολεμικές δεκαετίες του ’50, του ’60 και του ’70 επέτρεψε στους κατοίκους να προκόψουν, να μεγαλώσουν και να σπουδάσουν τα παιδιά τους με αξιοπρέπεια.

Ενα απόθεμα παραγωγικού, οικιστικού και πολιτισμικού πλούτου σβήνει βασανιστικά, προκαλώντας αισθήματα απογοήτευσης για την τύχη και το μέλλον της ελληνικής υπαίθρου. Η κατάσταση αυτή δεν αφορά προφανώς μόνο τη συγκεκριμένη ζώνη. Αντίστοιχες συνθήκες εγκατάλειψης βιώνει ολόκληρη η ελληνική περιφέρεια. Τα χωριά ρημάζουν, οι καλλιέργειες εγκαταλείπονται, η πληθυσμιακή γήρανση και συρρίκνωση δεν αφήνει περιθώρια αντιστροφής των συγκεκριμένων τάσεων.

Σε λίγα χρόνια, καθώς θα φεύγουν από τη ζωή οι παλαιότερες γενιές, οι τόποι θα χάνουν και θα χάνονται. Χωρίς αμφιβολία χρειάζεται ένα γενναίο πρόγραμμα αναγέννησης και ανασυγκρότησης της υπαίθρου, που θα προβλέπει υποδομές, κίνητρα μετεγκατάστασης, μα και ευχερή διασύνδεση με τις κρίσιμες υπηρεσίες εκπαίδευσης, υγείας και επικοινωνιών, οι οποίες θα επιτρέπουν την επαφή με τη σύγχρονη αστική, οικονομική, παραγωγική και κοινωνική ζωή. Μια προηγούμενη προσπάθεια στις αρχές της νέας χιλιετίας προσέθεσε δυνατότητες αναγέννησης των αναγνωρισμένων παραδοσιακών οικισμών της χώρας, όπως τα Ζαγοροχώρια, τα χωριά του Πηλίου, το Νυμφαίο και άλλα.

Κάτι ανάλογο μπορεί να γίνει τώρα για το σύνολο της υπαίθρου. Και οι απαιτούμενοι πόροι δεν θα είναι απροσμέτρητοι. Απλώς είναι ζήτημα επιλογής και προτεραιοτήτων.

Πηγή: tovima.gr

Back to top button
Our site uses cookies to improve your browsing experience and provide you with personalized content. By continuing to use our site, you agree to our cookie policy.