Γράφει η Ιωάννα Μάνδρου
Είναι να απορεί κανείς πώς νέοι άνθρωποι, που ξεκίνησαν τη ζωή τους με προϋποθέσεις και ακολούθησαν καλές σπουδές, στην πορεία του χρόνου χάθηκαν σε μεγάλες κοινωνικές αρνήσεις, προχώρησαν σε αισθήματα εκδίκησης και μπήκαν για τα καλά στα σκοτεινά λαγούμια της τρομοκρατίας.
Η ιστορία με τη βόμβα στους Αμπελοκήπους, που προκάλεσε αίσθηση, όχι μόνο στις διωκτικές αρχές, έφερε και πάλι στο προσκήνιο το παλιό, και δυστυχώς ακόμα παρόν, θέμα της τρομοκρατικής δράσης στη χώρα μας.
Πενήντα χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση, είκοσι από τότε που εξαρθρώθηκε η μεγαλύτερη τρομοκρατική οργάνωση της 17Ν, και ακόμη υπάρχουν, δυστυχώς, κάποιοι που έλκονται από τις πρακτικές τρομοκρατικών ομάδων, τις υιοθετούν και επιχειρούν να τις πραγματοποιήσουν.
Οσοι έχουν αποκαλυφθεί προς το παρόν, που μετείχαν σε αυτή την προετοιμαζόμενη τρομοκρατική επίθεση, που από τύχη ακυρώθηκε στους Αμπελοκήπους, ήταν νέοι με σπουδές, οι περισσότεροι σε τεχνικές ανώτατες σχολές, με οικονομική άνεση και με ευρωπαϊκή κινητικότητα.
Ωστόσο η κοινωνική τους προέλευση, οι σπουδές τους, τα ταξίδια τους στο εξωτερικό (πολλά είχαν γίνει, όπως ανακοινώθηκε, για συμμετοχή σε δράσεις αντιεξουσιαστών) δεν τους οδήγησαν σε άλλες ατραπούς κοινωνικοποίησης, ούτε τους βοήθησαν να μην εμπλακούν με την τρομοκρατία.
Εκπλήσσει το γεγονός ότι στην εποχή μας και στη χώρα μας, που βιώνει μια από τις πλέον μακρές δημοκρατικές περιόδους στη σύγχρονη ιστορία της, υπάρχουν έστω και ελάχιστοι, νέοι άνθρωποι που επιλέγουν να ζουν σε καθεστώς ημιπαρανομίας, επιχειρούν να δολοφονήσουν εν ψυχρώ άλλους ανθρώπους, που τους θεωρούν ταξικούς εχθρούς ή βασανιστές, ή φασίστες, ή όπως αλλιώς οι ίδιοι καθορίζουν τις έννοιες αυτές.
Εκτός από τις προσωπικές επιλογές τους που έχουν αναλυθεί από ειδικούς χρόνια τώρα σε όλη την Ευρώπη, το γεγονός ότι στη χώρα μας υπάρχει ακόμη μια μειοψηφία, που δεν καταδικάζει απερίφραστα την τρομοκρατική δράση αλλά επιδεικνύει ανοχή που φθάνει ως και τη συμπάθεια, είναι παράγοντας που ενισχύει το τρομοκρατικό φαινόμενο. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες όπου άνθησαν τέτοιες πρακτικές πριν από δεκαετίες πια δεν υπάρχουν τρομοκράτες, ενώ εδώ κάθε λίγο και λιγάκι μια μικρή ή μεγαλύτερη, επικίνδυνη ή λιγότερο επικίνδυνη ομάδα εμφανίζεται και επιχειρεί με βόμβες και άλλους εκρηκτικούς μηχανισμούς να δολοφονήσει και να σπείρει τον όλεθρο.
Για να θυμηθούμε όμως πριν από λίγα μόλις χρόνια τον Δημήτρη Κουφοντίνα που μπαινόβγαινε στις φυλακές με άδειες, έκοβε βόλτες στο Σύνταγμα, εκεί που είχε δολοφονήσει η 17Ν τον Θανάση Αξαρλιάν, την «παράπλευρη απώλεια», όπως είχε χαρακτηρίσει ο ίδιος τη δολοφονία Αξαρλιάν, για να αντιληφθούμε το μέγεθος της ανοχής, που έφθασε στην περίπτωση του πολυ-ισοβίτη της 17Ν στο σημείο να υπάρξει και ανώτατος δικαστικός λειτουργός, ο οποίος λίγο έλειψε να γίνει εισαγγελέας στον Αρειο Πάγο, που πρότεινε την αποφυλάκισή του, όταν ο ίδιος εκβίαζε την πολιτεία με απεργίες πείνας, ενώ η τότε κυβέρνηση είχε επιτρέψει τα πηγαινέλα από τις φυλακές στον Κουφοντίνα, κλείνοντας το μάτι σε συμπαθούντες και αντιεξουσιαστές αλλά και στους λοιπούς εγκλείστους της 17Ν.
Οσο η τρομοκρατία δεν καταδικάζεται απερίφραστα, πραγματικά και με όρους προστασίας της δημοκρατίας, νέοι τρομοκράτες δυστυχώς θα αναφύονται υιοθετώντας παλιές, ξεπερασμένες και επικίνδυνες συνταγές.
Πηγή: tovima.gr