Γράφει ο Μπάμπης Κούτρας
Οι πρόσφατες επιλογές του Ντόναλντ Τραμπ και η γεωστρατηγική άνοδος της Τουρκίας δημιουργούν έναν νέο χάρτη επιρροών που αναγκάζει την Ελλάδα να ενεργήσει προνοητικά
Η χώρα μας διατηρεί πλεονεκτήματα -σταθερή σχέση με τη Σαουδική Αραβία, υποδομές ενέργειας, συμμετοχή στην Ε.Ε.-, αλλά καλείται να αναπροσαρμόσει τη στρατηγική της. Η διατήρηση της ενεργειακής αξιοπιστίας, η ανθεκτικότητα στη μεταναστευτική πίεση και η διασφάλιση πολυμερών συμμαχιών θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν εν μέρει τις προκλήσεις από την αναβαθμισμένη αμερικανοτουρκική συνεργασία. Από την άλλη πλευρά, η λογική λέει ότι δεν είναι η καλύτερη εποχή για διάλογο με την Τουρκία, όσο εκείνη εμφανίζεται ισχυρή. Προφανώς ο Ερντογάν θα επιδιώξει να επιβάλει τις πάγιες τουρκικές θέσεις σε βάρος των εθνικών μας συμφερόντων, αξιοποιώντας τη δυναμική του. Σε αυτή τη φάση το καλύτερο θα ήταν η χώρα μας να παίξει… καθυστερήσεις.
Ο Ερντογάν, άλλοτε διεθνώς απομονωμένος λόγω αυταρχικών πρακτικών, τώρα φιλοξενεί συγκλίσεις Λευκού Οίκου – Κρεμλίνου για την Ουκρανία, βλέπει να αίρονται οι κυρώσεις σε βάρος της Συρίας και να δρομολογούνται μεγαλεπήβολα επενδυτικά πακέτα στο Ριάντ υπό την καθοδήγηση του Τραμπ – όλα με τηλεφωνική υποστήριξη και εγκάρδιες χειραψίες.
Στη «νέα σελίδα» της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, η αναμενόμενη συμμαχία Τραμπ – Ερντογάν λειτουργεί σαν σεισμική δόνηση. Ανατρέπει παγιωμένα αξιώματα, μετατοπίζει συμφέροντα και φέρνει την Αθήνα σε ένα σταυροδρόμι επιλογών. Καθώς ο Αμερικανός πρόεδρος χαλαρώνει κυρώσεις σε Συρία και Ιράν, επιδιώκει άμεσες συνεργασίες με πετρελαιοπαραγωγές δυνάμεις του Κόλπου και αναθέτει στον Ερντογάν ρόλο διαμεσολαβητή -από την ειρήνευση στην Ουκρανία μέχρι την ανοικοδόμηση της Δαμασκού-, η Τουρκία «ξαναμπαίνει» δυναμικά στο παγκόσμιο παιχνίδι.
Για την Ελλάδα, αυτή η αναδιάταξη χαράσσει ένα πεδίο αβεβαιότητας αλλά και ευκαιριών. Από τη μία, οι «αγωγοί» κινδυνεύουν να χάσουν το επιχειρηματικό και γεωπολιτικό ενδιαφέρον, καθώς οι ΗΠΑ στράφηκαν απευθείας σε Σαουδική Αραβία και ΗΑΕ, παρακάμπτοντας ελληνικά λιμάνια και υποδομές. Από την άλλη, η Αθήνα διατηρεί ισχυρούς δεσμούς με τους Αραβες και ειδικά τη Σαουδική Αραβία -ας μην ξεχνάμε ότι οι ελληνικοί Patriot είναι ακόμη εκεί- και μπορούν να λειτουργήσουν ως αντίβαρο στην αυξανόμενη τουρκική επιρροή.
Σε γεωπολιτικό επίπεδο, η ομαλοποίηση των σχέσεων Συρίας – ΗΠΑ υπονομεύει τη θέση της Ελλάδας και της Κύπρου, ακόμη και του Ισραήλ στην Ανατολική Μεσόγειο, ανοίγοντας την όρεξη στην Αγκυρα να αμφισβητήσει μονομερώς θαλάσσιες ζώνες. Ταυτόχρονα, η Τουρκία διευρύνει στρατιωτικές συνεργασίες με τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και την Ε.Ε. (από την επανένταξη στο πρόγραμμα F-35 έως την πώληση Eurofighter), με τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες να δείχνουν έμπρακτη ανοχή.
Στο μέτωπο του Προσφυγικού, οι νέες συμφωνίες για διαχείριση μεταναστευτικών ροών απειλούν να μετατοπίσουν το βάρος στα ελληνικά νησιά. Αν η Αγκυρα εκτιμήσει ότι ωφελείται, δεν θα διστάσει να ανοίξει «βαλβίδες» προς το Αιγαίο, πιέζοντας την Αθήνα έναντι των Ευρωπαίων εταίρων. Η Ελλάδα ίσως βρεθεί σε ρόλο «φρουρού της Ε.Ε.», αλλά με περιορισμένο λόγο στο τραπέζι των αποφάσεων.
Οικονομικά, η διπλωματία των διμερών συμφωνιών (ΗΠΑ – Σ. Αραβία/ΗΑΕ, ΗΠΑ – Τουρκία, χωρίς συνεκτική ευρωπαϊκή γραμμή) φέρνει την Ελλάδα στο περιθώριο των πολυμερών συζητήσεων.
Τον Κυριάκο Μητσοτάκη τον περιμένουν διλήμματα που δεν ταίριαζαν στην πρότερη «κανονικότητα»: Πώς να διατηρήσει στέρεες σχέσεις με την Ουάσινγκτον, όταν αυτή φαίνεται να προτιμά την Αγκυρα; Πώς να πιέσει για ευρωπαϊκή ενότητα απέναντι σε τουρκικές αμφισβητήσεις, όταν Βερολίνο, Ρώμη και Παρίσι χτίζουν πολεμικές βιομηχανίες και πωλήσεις όπλων προς τον Ερντογάν; Και, κυρίως, πώς να συνδυάσει τον διάλογο με την Τουρκία σε τεχνικά ζητήματα (ενέργεια, μετανάστευση) με την υπεράσπιση των ελληνικών δικαίων στο Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας;
Η απάντηση δεν είναι εύκολη, αλλά περνά μέσα από τρία σημεία: τη διπλωματική ετοιμότητα, καθώς η Ελλάδα πρέπει να αξιοποιήσει όλους τους διαθέσιμους διαύλους -με ΗΠΑ, Ε.Ε., Ισραήλ- για να κρατήσει ζωντανά τα γεωστρατηγικά της πλεονεκτήματα. Την ενεργειακή αυτονομία με τους μεγάλους εξαγωγικούς διαδρόμους και την αξιοποίηση ανανεώσιμων πηγών. Τέλος, την εσωτερική συνοχή και τη διαχείριση του Προσφυγικού σε ενιαία γραμμή με την Ε.Ε.
Η Αθήνα οφείλει να δει στη νέα αμερικανοτουρκική «συμμαχία» όχι μόνο απειλή, αλλά και κίνητρο. Αν η Ανατολική Μεσόγειος και η Μέση Ανατολή αναδιατάσσονται, η Ελλάδα μπορεί να αναβαθμίσει τον ρόλο της ως χώρα διαρκούς σταθερότητας, παραδοσιακών συμμαχιών και θεμέλιο της ευρωπαϊκής συνοχής. Είναι ανάγκη να προσαρμοστούμε στη νέα πραγματικότητα, να μην παραμείνουμε θεατές, αλλά να δραστηριοποιηθούμε με αυτοπεποίθηση σ’ ένα σκηνικό που μετασχηματίζεται ραγδαία. Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα οφείλει να μην εφησυχάζει. Η γεωστρατηγική αναδιάταξη που προωθούν Τραμπ και Ερντογάν απαιτεί συνεχή επαγρύπνηση και ευελιξία στη χάραξη της εθνικής πολιτικής.
Πηγή: protothema.gr