Γράφει ο Αντώνης Καρακούσης
Το 1974, στην αυγή της Μεταπολίτευσης, οι Ελληνες ψήφισαν μαζικά τη νεοϊδρυθείσα τότε Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Καραμανλή, εμπιστευόμενοι τις εγγυήσεις δημοκρατικής ομαλότητας που ο ηγέτης της προσέφερε. Το 1977 τον επέλεξαν εκ νέου, με σαφώς μικρότερα ποσοστά, προκειμένου να προωθήσει την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, να ξεπεράσει την οικονομική στασιμότητα της περιόδου και επειδή τα άλλα κόμματα δεν ενέπνεαν τη δέουσα εμπιστοσύνη.
Το 1979 ο Καραμανλής κατάφερε να εντάξει τη χώρα στην ΕΟΚ, ο ίδιος μεταπήδησε στην Προεδρία της Δημοκρατίας, αλλά οι διάδοχοί του δεν μπόρεσαν να αντισταθούν το 1981 στο σαρωτικό αίτημα της πολιτικής και κοινωνικής αλλαγής που εξέπεμπε ο λαοφιλής Ανδρέας Παπανδρέου.
Το 1985 ο Ανδρέας Παπανδρέου κατίσχυσε και πάλι της αντιπάλου Νέας Δημοκρατίας του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, υποσχόμενος απλώς «καλύτερες μέρες», παρότι η χώρα είχε εισέλθει σε φάση διπλής δημοσιονομικής και συναλλαγματικής κρίσης.
Σε εκείνες τις εκλογές η Νέα Δημοκρατία είχε επισημοποιήσει τη νεοφιλελεύθερη στροφή της, υιοθετώντας αρχές και πολιτικές της Θάτσερ και του Ρίγκαν, αλλά δεν μπόρεσε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του ελληνικού λαού.
Ακολούθησαν τρία χρόνια σταθεροποιητικού προγράμματος, σκληρής λιτότητας, αλλά και πάλι χρειάστηκε το σκάνδαλο Κοσκωτά και η συνεργασία με την τότε Αριστερά στο όνομα της κάθαρσης και της ηθικής προκειμένου ο Μητσοτάκης να υπερβεί τη λαοφιλία του Ανδρέα Παπανδρέου.
Μεταξύ καλοκαιριού του 1989 και άνοιξης του 1990, εξαιτίας και του αναλογικότερου εκλογικού νόμου, απαιτήθηκαν τρεις εκλογικές αναμετρήσεις και δύο συμμαχικές κυβερνήσεις, μία ειδικού σκοπού και μία οικουμενική, προκειμένου να μπορέσει ο Μητσοτάκης να σχηματίσει κυβέρνηση οριακής πλειοψηφίας.
Περιττό να υπενθυμίσουμε ότι στο μεσοδιάστημα η χώρα αντιμετώπισε δημοσιονομική κρίση και τον Απρίλιο του 1990 οι Ελληνες πήγαν στις κάλπες με αναρτημένη στα περίπτερα την έκθεση του ακαδημαϊκού Αγγελου Αγγελόπουλου για την οικονομία.
Ο Μητσοτάκης κυβέρνησε τρία χρόνια επιθετικά και ατελέσφορα, εν μέσω σκανδάλων και νεοφιλελεύθερης στροφής, με αποτέλεσμα το φθινόπωρο του 1993 η κυβέρνησή του να πέσει και ο ίδιος να ηττηθεί από τον βαρύτατα ασθενή Ανδρέα Παπανδρέου.
Παρά ταύτα, εκείνος κατάφερε να σταθεροποιήσει την οικονομία, να υιοθετήσει την επιλογή ένταξης στην ευρωζώνη και να αποδεχτεί στις τάξεις του το κίνημα του εκσυγχρονισμού, που υπό την ηγεσία του Κώστα Σημίτη έμελλε να ηγηθεί της χώρας για σχεδόν μία δεκαετία.
Στις εκλογές του 1996 το όραμα του εκσυγχρονισμού και της οικονομικής ανασύνταξης της χώρας επικράτησε της νεοδημοκρατικής λαϊκιστικής εκδοχής του Μιλτιάδη Εβερτ. Τέσσερα χρόνια αργότερα, στις εκλογές του 2000, ο Σημίτης επικράτησε και πάλι, αυτή τη φορά έναντι του Κώστα Καραμανλή, που από το 1997 είχε αναλάβει την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας.
Στις εκλογές του 2004 ο Καραμανλής επικράτησε του Γιώργου Παπανδρέου, επιστρατεύοντας θέματα πολιτικής ηθικής και κινδύνους δημοσιονομικής εκτροπής. Κέρδισε άνετα εκείνες τις εκλογές, αλλά απεδείχθη απαράσκευος και άτολμος. Ούτε το ηθικό σκέλος της πολιτικής βελτίωσε ούτε τη δημοσιονομική εκτροπή απέτρεψε. Προσέφυγε πρόωρα στις κάλπες το 2007 με αφορμή τις καταστροφικές πυρκαγιές της Πελοποννήσου και επικαλούμενος την αναδιαμόρφωση του προϋπολογισμού με σκοπό τον έλεγχο των ελλειμμάτων.
Κέρδισε και εκείνες τις εκλογές, αλλά ουδέν έπραξε για τον έλεγχο των ελλειμμάτων. Το ξέσπασμα της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης το φθινόπωρο του 2008 βρήκε τη χώρα ευάλωτη και εκτεθειμένη. Ο Καραμανλής κατέβασε στην κυριολεξία τα χέρια και προτίμησε το καλοκαίρι του 2009 να παραδώσει, διά των εκλογών, την εξουσία στον πρόθυμο μεν, αλλά το ίδιο απαράσκευο Γιώργο Παπανδρέου.
Τον Σεπτέμβριο του 2009 κέρδισε πανηγυρικά την εξουσία, αλλά ουδέν ουσιαστικό έπραξε προκειμένου να αποτρέψει την επερχόμενη χρεοκοπία. Στη συνέχεια, τα αδιέξοδα αποκαλύφθηκαν, η χώρα παραδόθηκε στους δανειστές, ο Παπανδρέου παρέδωσε την εξουσία τον χειμώνα του 2011 στον Λουκά Παπαδήμο και εκείνος, αφού μερίμνησε για τη διάσωση, την παρέδωσε στον αδημονούντα Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος εκλήθη, πέραν των άλλων, να διαχειριστεί και την κατάρρευση τόσο του κόμματός του όσο και του πολιτικού συστήματος.
Τον Μάιο του 2012 είδε τα ποσοστά του κόμματός του να καταρρέουν, χρειάστηκε δεύτερη αναμέτρηση και ο συντονισμός πλήθους αστικών δυνάμεων προκειμένου να υπερβεί την εκτίναξη του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλέξη Τσίπρα και να σχηματίσει ασθενή και υποβασταζόμενη κυβέρνηση.
Το πάλεψε δύο χρόνια, χωρίς ωστόσο να αναλάβει όλο το κόστος των μνημονιακών υποχρεώσεων, με αποτέλεσμα να ηττηθεί τον Γενάρη του 2015 από τον γεμάτο αυταπάτες και ψευδαισθήσεις ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα.
Το πρώτο εξάμηνο του 2015 ήταν εμφανώς προβληματικό, οι Ευρωπαίοι επέμειναν στην τήρηση των συμφωνηθέντων και έτσι φθάσαμε στο ατυχές δημοψήφισμα, στην άρνηση του αποτελέσματός του και στην αποδοχή νέων σκληρών όρων δημοσιονομικής και διαρθρωτικής προσαρμογής.
Παρά ταύτα, ο Αλέξης Τσίπρας κέρδισε τις εκλογές τον Σεπτέμβριο του 2015, ανέλαβε πλήρως το κόστος της σκληρής προσαρμογής και το πλήρωσε ακριβά στις εκλογές του 2019, τις οποίες κέρδισαν πανηγυρικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης και το ευρύ αντισυριζαϊκό μέτωπο, που είχε ενδιαμέσως συγκροτηθεί.
Στην πρώτη θητεία του ο Κυριάκος Μητσοτάκης βρέθηκε αντιμέτωπος με την εξουθενωτική πανδημία, αλλά ευτύχησε να αποδεσμευθεί από τις μνημονιακές υποχρεώσεις και να απολαύσει τις δυνατότητες κοινοτικών πόρων ύψους περίπου 60 δισ. ευρώ.
Εκμεταλλεύθηκε στη συνέχεια τις μεταπανδημικές προσδοκίες και στη βάση αυτών κέρδισε τις διπλές εκλογές του 2023. Σήμερα μπορεί να ισχυρίζεται ότι σταθεροποίησε την οικονομία, αλλά διάχυση των αποτελεσμάτων της δεν είδε η κοινωνική πλειοψηφία. Η μονομέρεια της πολιτικής του είναι αντιθέτως εμφανής, όπως και τα πολλά σκάνδαλα που τον καταδιώκουν.
Μέχρι τώρα ευτύχησε να έχει απέναντί του κατακερματισμένη την αντιπολίτευση, με ηγέτες μικρούς και ανήμπορους να τον αμφισβητήσουν με αξιώσεις.
Ομως όλα δείχνουν ότι δεν θα κατέλθει με αυτούς τους όρους στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση.
Αν κάτι δείχνει η σύντομη εξιστόρηση των εκλογικών αναμετρήσεων είναι πως, όταν ωριμάζουν οι συνθήκες, τα όποια πλεονεκτήματα, ηθικά, πολιτικά και άλλα, υποχωρούν, η φθορά πολλαπλασιάζεται και οι εκλογείς μετακινούνται, τιμωρώντας τις φθαρμένες ηγεσίες και εξουσίες.
Πηγή: tovima.gr