Γράφει ο Άγγελος Αλεξόπουλος
Tί καθιστά έναν πόλεμο «καλό» ή «κακό»; Πότε διαμορφώθηκαν οι ηθικοί και νομικοί κανόνες που διέπουν αυτό που οι διεθνολόγοι ονομάζουν «δίκαιο πόλεμο»; Στο πρόσφατο, βραβευμένο βιβλίο του με τίτλο Origins of the Just War (Princeton University Press), o Βρετανός ιστορικός Rory Cox εξετάζει τις πρώιμες μορφές της έννοιας του δίκαιου πολέμου, όπως αυτές εμφανίστηκαν στην αρχαία Εγγύς Ανατολή πριν από περίπου 5.000 χρόνια, ξεκινώντας από την Αίγυπτο και συνεχίζοντας στους πολιτισμούς της Μεσοποταμίας, της Ανατολίας και του Λεβάντε.
Από το 3100 π.Χ., η βασιλική ιδεολογία της Αιγύπτου προωθούσε την θεϊκά κατοχυρωμένη εξουσία του Φαραώ να διεξάγει πολέμους. Στην καρδιά της αιγυπτιακής αντίληψης για τον δίκαιο πόλεμο βρισκόταν η υπεράσπιση της “Μάατ” (τάξη, δικαιοσύνη, ορθότητα) ενάντια στις δυνάμεις του “ισφέτ” (χάος, αδικία, κακό). Δίκαιες αιτίες πολέμου, όπως η αυτοάμυνα, η υπεράσπιση συμμάχων, καθώς και η τιμωρητική δικαιοσύνη, αναφέρονται συχνά στις αιγυπτιακές πηγές μεταξύ 3000 και 1000 π.Χ. Ωστόσο, η περιφρόνηση της Αιγύπτου για τον «κακό ξένο» έδινε αδιάσειστη δικαιολογία για πολέμους κατά του εξωτερικού «βαρβαρισμού», με αποτέλεσμα όλοι οι πόλεμοι της Αιγύπτου, αμυντικοί και επιθετικοί, να θεωρούνταν δίκαιοι.
Από το 1650 π.Χ., οι Χετταίοι, ένας ανατολιακός πολιτισμός που κατείχε μεγάλο μέρος της σύγχρονης Τουρκίας, ανέπτυξαν μια πιο σύνθετη κατανόηση του δίκαιου πολέμου. Οι Χετταίοι αναγνώριζαν ότι ένας πόλεμος έπρεπε να έχει δίκαιες αιτίες, όπως η αυτοάμυνα, η υπεράσπιση συμμάχων, η αποκατάσταση ιδιοκτησίας ή η εκδίκηση για θεϊκές και κοσμικές αδικίες (όπως οι παραβιάσεις συνθηκών). Το πιο σημαντικό είναι ότι έκαναν ένα εννοιολογικό άλμα, αναγνωρίζοντας ότι και οι ίδιοι μπορούσαν να κάνουν λάθη και να συμμετέχουν σε άδικους πολέμους. Αυτή η στάση αποτέλεσε το πρώτο σοβαρό βήμα προς την αντίληψη της διεθνούς δικαιοσύνης ως κάτι αντικειμενικό και όχι πλήρως υποκειμενικό και μεροληπτικό.
Αντίθετα, οι αντιλήψεις των αρχαίων Ισραηλιτών για τον δίκαιο πόλεμο ακολουθούσαν την αιγυπτιακή προσέγγιση και παρέμεναν εξαιρετικά σοβινιστικές και απολυταρχικές. Οι Ισραηλίτες έβλεπαν όλους τους μη-Ισραηλίτες και μη-οπαδούς του Γιαχβέ ως κατώτερους, καταστροφικούς και άδικους. Ωστόσο, όπως και οι Χετταίοι, οι Ισραηλίτες αναγνώριζαν τη δυνατότητά τους να αμαρτήσουν, όπως φαίνεται στην αφήγηση της ιστορίας του Ισραήλ, της Σαμάρειας και του Ιούδα στην Τανάκ (Εβραϊκή Βίβλος), η οποία καταλήγει στην καταστροφή των ισραηλιτικών βασιλείων και στην ταπείνωση των λαών τους.
Στην αρχαία Μέση Ανατολή, όπως μαθαίνουμε στο βιβλίο του R. Cox, δεν υπήρχε διάκριση μεταξύ μαχητών και αμάχων, ούτε υπήρχαν ουσιαστικές απαγορεύσεις όσον αφορά τα όπλα ή τις τακτικές. Οι συνοπτικές εκτελέσεις ήταν συχνό φαινόμενο, τόσο στο πεδίο της μάχης όσο και εκτός αυτού, ενώ η μαζική υποδούλωση αποτελούσε συνηθισμένη πρακτική. Γυναίκες και παιδιά δεν απολάμβαναν καμία προστασία και συχνά στοχοποιούνταν ως επιθυμητοί αιχμάλωτοι. Τα πτώματα των εχθρών συχνά ακρωτηριάζονταν και διάφορα μέλη συλλέγονταν ως απόδειξη των νεκρών εχθρών και για την επιβράβευση των στρατιωτών. Όλη η περιουσία των εχθρών, κινητή και ακίνητη, θεωρούνταν νόμιμος στόχος, ενώ η λεηλασία ήταν ένα πολύτιμο στοιχείο του πολέμου.
Μόνο ελάχιστα ίχνη κανόνων jus in bello – των ηθικών κανόνων που διέπουν τον τρόπο διεξαγωγής του πολέμου – υπήρχαν, όπως μια γενική (αλλά όχι καθολική) συμφωνία ότι ο πόλεμος έπρεπε να κηρύσσεται επίσημα. Επίσης, οι διπλωμάτες συνήθως είχαν ασφαλή διέλευση κατά τη διάρκεια της ειρήνης, αν και αυτό μπορούσε να παραβιαστεί σε περιόδους σύγκρουσης. Συνολικά, δεν υπήρχε ουσιαστική αρχαία παράδοση του jus in bello.
Ωστόσο, υπήρχε στρατιωτική συγκράτηση, η οποία όμως δεν ήταν αποτέλεσμα ηθικών κανόνων, αλλά στρατιωτικού και πολιτικού πραγματισμού. Δεν ήταν πάντα πρακτικό να εξοντωθεί κάθε εχθρός ή να υποδουλωθεί κάθε άτομο, και η ανατροπή κάθε εχθρικού ηγέτη δεν ήταν πάντα σκόπιμη. Ήταν συχνά πιο αποδοτικό να περιοριστεί η βία για στρατιωτικούς ή πολιτικούς λόγους, και έτσι, παρά τη σκληρότητα των πολεμικών δογμάτων, η πρακτική διεξαγωγή του πολέμου ήταν συχνά λιγότερο βίαιη από ό,τι οι αρχές του δίκαιου πολέμου επέτρεπαν.
Σύμφωνα με τον Βρετανό ιστορικό Rory Cox, υπάρχουν τουλάχιστον δύο βασικοί λόγοι που αξίζει να ανατρέξει κανείς στα βάθη της ιστορίας του πολέμου. Πρώτον, η σκέψη και η θεωρία του δίκαιου πολέμου –συμπεριλαμβανομένων των ελληνορωμαϊκών, ιουδαιοχριστιανικών και μουσουλμανικών παραδόσεων– φαίνεται να έχει τις ρίζες της σε αυτά τα αρχαία δόγματα της Εγγύς Ανατολής, δημιουργώντας μια πολύπλοκη διανοητική γραμμή που εκτείνεται έως τη σύγχρονη θεωρία του δίκαιου. Δεύτερον, απολυταρχικές και σοβινιστικές πτυχές της σκέψης περί δίκαιου πολέμου είναι ανησυχητικά εμφανείς στις σύγχρονες πολεμικές συγκρούσεις, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα όλων τη Γάζα. Τα αρχαία, άκαμπτα δόγματα του jus ad bellum –του δικαιώματος διεξαγωγής ενός πολέμου– έχουν βγει απροκάλυπτα στην επιφάνεια, αναιρώντας οποιαδήποτε σκέψη για τους κανόνες του jus in bello.
Από τη μία πλευρά, η Χαμάς λειτουργεί με μια απολυταρχική ιδεολογία που δικαιολογεί την αδιάκριτη βία (βλ. επίθεση 7ης Οκτωβρίου) ως μέρος ενός «ιερού πολέμου» ενάντια σε έναν καταπιεστικό εχθρό. Η χρήση πολιτών ως ασπίδα και οι επιθέσεις με ρουκέτες σε ισραηλινές πόλεις παραβιάζουν επίσης τους κανόνες του jus in bello, υπονομεύοντας την ηθική βάση της αντίστασης και ενισχύοντας τον φαύλο κύκλο βίας και αντιποίνων.
Από τη άλλη πλευρά, η κυβέρνηση Νετανιάχου έχει ενσωματώσει στη στρατηγική της μια έντονη αίσθηση υπαρξιακής απειλής, που θυμίζει τον αρχαίο ισραηλιτικό απολυταρχισμό στον πόλεμο. Το δόγμα του βασίζεται σε ένα είδος ρεβιζιονισμού, όπου η βία θεωρείται αναγκαία για την προστασία του κράτους, ανεξαρτήτως των συνεπειών στους αμάχους. Η χρήση μαζικής στρατιωτικής δύναμης στη Γάζα, η έλλειψη αναλογικότητας και η καταστροφή υποδομών μαρτυρούν μια στρατηγική που παραβιάζει συστηματικά τους κανόνες του jus in bello, όπως αυτοί καθορίζονται από το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο και τη Συνθήκη της Γενεύης.
Η συνεχής επίκληση της αυτοάμυνας από τον Νετανιάχου ως δικαιολογία για καταστροφικές στρατιωτικές επιχειρήσεις που πλήττουν αμάχους και πολιτικές υποδομές, όχι μόνο παραβιάζει τους κανόνες του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου, αλλά έχει οδηγήσει σε περαιτέρω αποσταθεροποίηση στην περιοχή. Επιπλέον, η επιθετική και δυσανάλογη στρατιωτική δράση όχι μόνο δεν επιλύει το πρόβλημα της ασφάλειας, αλλά έχει επανειλημμένα δείξει ότι ενισχύει το αφήγημα της Χαμάς και άλλων παλαιστινιακών παρατάξεων, που χρησιμοποιούν την καταπίεση και την απώλεια ζωών αμάχων για να ενισχύσουν τη δική τους υποστήριξη και ριζοσπαστικοποίηση.
Κυρίαρχα κράτη όπως το Ισραήλ, με στρατιωτική υπεροχή, έχουν μεγαλύτερη ευθύνη να τηρούν τις αρχές του jus in bello, όπως η αναλογικότητα και η προστασία των αμάχων, οι οποίες είναι θεμελιώδεις για τη νομιμοποίηση οποιουδήποτε πολέμου στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου.
Πηγή: news247.gr