Γράφει ο Γρ. Νικολόπουλος
Στην ομιλία του στον ΣΕΒ ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης δεν ανακοίνωσε μέτρα για τον περιορισμό του κόστους της ενέργειας στη βιομηχανία, όπως περίμεναν οι βιομήχανοι, υποσχέθηκε όμως ότι αυτά σχεδιάζονται και θα ανακοινωθούν στο μέλλον
Βρήκε ωστόσο την ευκαιρία να καταλογίσει την ευθύνη για το πρόβλημα των χαμηλών αμοιβών των εργαζόμενων στον ιδιωτικό τομέα στους επιχειρηματίες.
Χωρίς να είναι άμοιρη ευθυνών η κυβέρνηση, η αλήθεια είναι ότι δεν ευθύνεται απολύτως για τις αμοιβές στον ιδιωτικό τομέα. Ευθύνεται για το κακό επιχειρηματικό περιβάλλον που πρέπει άμεσα να βελτιώσει μειώνοντας τη γραφειοκρατία και τη διαφθορά, απλουστεύοντας τις διαδικασίες αδειοδότησης, επιταχύνοντας την απονομή της δικαιοσύνης, διασφαλίζοντας την ενίσχυση του -ανύπαρκτου σήμερα- ανταγωνισμού, τιμωρώντας τα καρτέλ και διευκολύνοντας την είσοδο νέων επιχειρήσεων στην αγορά, που όλα αυτά μαζί σχετίζονται και με το επίπεδο των αμοιβών στον ιδιωτικό τομέα, με την αύξηση των θέσεων εργασίας και τη βιώσιμη ανάπτυξη της οικονομίας. Ομως δεν καθορίζει η κυβέρνηση τις αμοιβές των εργαζομένων στις ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Ο πρωθυπουργός, λοιπόν, κομψά μεν αλλά ευθέως, καταλόγισε ευθύνες στους επιχειρηματίες. Μάλιστα επεσήμανε ότι συμφωνεί στον στόχο αύξησης της παραγωγικότητας των επιχειρήσεων, την οποία όμως συνέδεσε περισσότερο με τις χαμηλές επενδύσεις, την ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών και την οργάνωση των ελληνικών επιχειρήσεων παρά με την απόδοση των εργαζομένων.
Η αλήθεια είναι ότι για το χαμηλό επίπεδο των αμοιβών, το οποίο σε μεγάλο βαθμό ευθύνεται για τη δυσκολία των πολιτών να τα βγάλουν πέρα και τη μετανάστευση των νέων επιστημόνων στο εξωτερικό (brain drain), και τη χαμηλή προστιθέμενη αξία της ελληνικής παραγωγής τελικά μεγάλο μέρος ευθύνης έχει και ο επιχειρηματικός κόσμος. Αυτό βεβαίως δεν απαλλάσσει την κυβέρνηση από τις πολύ μεγάλες ευθύνες της για το πολύ δύσκολο επιχειρηματικό περιβάλλον, την ανυπαρξία ανταγωνισμού και τα εμπόδια στη δημιουργία νέων παραγωγικών επιχειρήσεων.
Ενα σημείο που αξίζει να φωτίσει κανείς είναι το ζήτημα της σύνδεσης των αμοιβών στον ιδιωτικό τομέα με την παραγωγικότητα. Και αυτό διότι αυτός ο δείκτης, της παραγωγικότητας, είναι αρκετά… θολός. Ο κ. Θεοδωρόπουλος έχει επανειλημμένως δηλώσει ότι δεν μπορούν να αυξηθούν οι αμοιβές αν δεν αυξηθεί η παραγωγικότητα. Το ζήτημα όμως είναι ότι η παραγωγικότητα μιας επιχείρησης εξαρτάται από πολλούς παράγοντες και όχι μόνο από τους εργαζόμενους. Χονδρικά, ο δείκτης παραγωγικότητας προκύπτει από τη διαίρεση της παραγόμενης αξίας με διάφορους συντελεστές παραγωγής, όπως ο αριθμός των εργατοωρών που απαιτούνται για την παραγωγή, το κεφάλαιο που διαθέτει η εταιρεία, η τεχνολογία που ενσωματώνει κ.λπ.
Αν λοιπόν μια βιομηχανία έχει χαμηλό δείκτη παραγωγικότητας, αυτό δεν σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι έχουν χαμηλή παραγωγικότητα και άρα δεν πρέπει να πάρουν αύξηση. Μπορεί τα μηχανήματα παραγωγής που έχει η εταιρεία να είναι πολύ παλιά, να είναι πολύ αργά, να καίνε πολύ ρεύμα, να μην έχει ενσωματώσει νέες τεχνολογίες, να είναι ανοργάνωτη διοικητικά. Και η αλήθεια είναι ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν επενδύουν επαρκώς σε βελτίωση του μηχανολογικού τους εξοπλισμού – οι μονάδες παραγωγής είναι συνήθως παλιές, η ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών γίνεται πολύ καθυστερημένα, τα τμήματα έρευνας και ανάπτυξης συνήθως δεν υπάρχουν ή υπολειτουργούν. Αν η επιχείρηση είχε επενδύσει και εκσυγχρονίσει τις δομές και τις διαδικασίες, η παραγωγή θα ήταν πολύ μεγαλύτερη και φθηνότερη με τους ίδιους ακριβώς εργαζόμενους, οπότε ο δείκτης παραγωγικότητάς της θα ήταν πολύ υψηλότερος.
Υπό αυτές τις συνθήκες το να μη δίνονται αυξήσεις στους εργαζόμενους διότι δεν αυξάνεται η παραγωγικότητα είναι απλώς δικαιολογία. Και οι επιχειρηματίες πρέπει να αναλογιστούν τις δικές τους προσωπικές ευθύνες για τη χαμηλή παραγωγικότητα, διότι δική τους δουλειά είναι να επενδύσουν και να εκσυγχρονίσουν την εταιρεία τους, πράγμα που πολλοί δεν κάνουν.
Ιδιαίτερα όταν τα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων -σε αντίθεση με των μικρών- έχουν εκτοξευθεί λόγω του πληθωρισμού και της έλλειψης ανταγωνισμού, οι επιχειρηματίες οφείλουν να αποδώσουν στους εργαζομένους τους το μερίδιο που αντιστοιχεί σε αυτή την κερδοφορία. Δυστυχώς είναι πολύ λίγοι οι επιχειρηματίες στην Ελλάδα που αποφασίζουν να ξεφύγουν από τον μέσο όρο αμοιβών και να δώσουν γενναίες αυξήσεις – και όσοι το κάνουν, δέχονται πίεση από τους συναδέλφους τους γιατί… χαλάνε την πιάτσα.
Στο μεταξύ, όλοι διαπιστώνουν ότι δεν βρίσκουν εργαζόμενους, αλλά το αποδίδουν στην… απροθυμία των νέων και όχι στις χαμηλές αμοιβές. Δεν συνδέουν το χαμηλό επίπεδο των αμοιβών στην Ελλάδα ούτε με το brain drain, ενώ οι ίδιοι αυτοί «απρόθυμοι νέοι» μεταναστεύουν και εργάζονται πολύ σκληρά στο εξωτερικό για να μπορέσουν να ζήσουν αξιοπρεπώς.
Οσον αφορά στο αίτημα του ΣΕΒ για μείωση του μη μισθολογικού κόστους, δηλαδή των ασφαλιστικών εισφορών που επιβαρύνουν τη μισθοδοσία των επιχειρήσεων, είναι λίγο παράξενο αυτή τη στιγμή που η κερδοφορία είναι μεγάλη αντί να αυξήσουν οι ίδιοι το μερίδιο των αμοιβών στα κέρδη, να ζητούν από την κυβέρνηση να αναλάβει το κόστος επιβαρύνοντας τα ασφαλιστικά ταμεία. Να αναλάβει δηλαδή ο Προϋπολογισμός την κάλυψη των κενών ή να μειωθεί το επίπεδο ασφάλισης των εργαζομένων. Βέβαια το αίτημα του ΣΕΒ έχει βάση, διότι εδράζεται στο γεγονός ότι οι ασφαλιστικές εισφορές στην Ελλάδα είναι πολύ υψηλότερες από αυτές σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ενωση, συνεπώς υπάρχουν περιθώρια μείωσης μέχρι τον μέσο όρο της Ε.Ε. Μια ακόμη ρεαλιστική πρόταση έχει καταθέσει και η ΕΕΝΕ για τη χρήση οριακών συντελεστών φορολόγησης, συνδέοντάς τους με τις αυξήσεις στις αμοιβές που δίνονται στους εργαζόμενους έναντι της εκπαίδευσής τους σε νέες δεξιότητες και τεχνολογίες.
Σε κάθε περίπτωση, το επίπεδο των αμοιβών στον ιδιωτικό τομέα είναι χαμηλό και δεν αντιστοιχεί ούτε στα κέρδη, ούτε στα προσόντα και τον κόπο των εργαζομένων, οι οποίοι μεταξύ των τριών ωφελούμενων από τα κέρδη αυτά, δηλαδή των επιχειρήσεων, του κράτους και των ίδιων, έχουν μικρό μερίδιο.
Ο διάλογος που έγινε στην εκδήλωση του ΣΕΒ μεταξύ της κυβέρνησης και των επιχειρηματιών αποδεικνύει ότι υπάρχει συναντίληψη σχετικά με τα προβλήματα της οικονομίας. Αλλά και οι εργαζόμενοι συμφωνούν – και αυτό είναι θετικό. Οταν υπάρχει συμφωνία στις αιτίες του προβλήματος, μπορεί να βρεθεί και η λύση του με αμοιβαίες υποχωρήσεις.
Εφόσον κυβέρνηση και επιχειρηματικός κόσμος συμφωνούν στο ποια είναι τα προβλήματα, θα πρέπει να γίνει μια συντονισμένη προσπάθεια να λυθούν με την προώθηση των σημαντικών μεταρρυθμίσεων που χρειάζεται η χώρα αντί να ρίχνουν ο ένας τις ευθύνες στον άλλον.
Πηγή: protothema.gr
