Γράφει ο Γιώργος Παπαχρήστος
Στην περίπτωση της μετακίνησης του πρώην υπουργού Ανδρέα Λοβέρδου στη Νέα Δημοκρατία και της αφομοίωσης από το κυβερνών κόμμα ενός κόμματος υπό τον τίτλο «Δημοκράτες», του οποίου ηγείτο, υπάρχουν δύο τουλάχιστον πολιτικά παράδοξα.
Οχι το προφανές, ότι ο κ. Λοβέρδος, ένας σκληρός επικριτής κατά το παρελθόν του κ. Μητσοτάκη, τελικά βρέθηκε να ανταλλάσσει μαζί του θερμούς λόγους και εκατέρωθεν φιλοφρονήσεις σε υπερθετικό βαθμό. Αυτά πάντοτε συνέβαιναν στην πολιτική μας ζωή και δεν συνιστούν τίποτε το εξαιρετικό.
Τα πολιτικά παράδοξα, για μένα, αφορούν τον ίδιο τον κ. Μητσοτάκη και την πρωτοβουλία του να καλέσει στη Νέα Δημοκρατία τον κ. Λοβέρδο, ο οποίος προέρχεται από τη μεγάλη δεξαμενή των κεντρώων και φέρει μαζί του, ως «εύσημο» στο βιογραφικό του, ότι διεκδίκησε δύο φορές την ηγεσία του ΠαΣοΚ.
Παράδοξο πρώτο: ποια είναι η πεμπτουσία της κριτικής που δέχεται από τα δεξιά του ο Πρωθυπουργός; Οτι δεν ηγείται μιας δεξιάς κυβέρνησης, αλλά μιας κυβέρνησης πασοκογενών. Ποια είναι η κύρια αιχμή αυτής της κριτικής; Οτι δεν έχει χρησιμοποιήσει μόνο στελέχη προερχόμενα από το ΠαΣοΚ σε καίριους τομείς του κυβερνητικού σχήματος, αλλά έχει προχωρήσει στην «πασοκοποίηση» και του κόμματος.
Κατηγορείται δηλαδή ότι έχει ρυμουλκήσει τη συντηρητική παράταξη προς το Κέντρο, αφήνοντας ανοιχτά «σύνορα» στα δεξιά του. Η τακτική του αυτή έχει ενισχύσει, σοβαρά, κόμματα όπως η Ελληνική Λύση ή η Φωνή της Λογικής, τα οποία αλιεύουν ψηφοφόρους από τον σκληρό πυρήνα της συντηρητικής παράταξης.
Το φαινόμενο έχει λάβει σοβαρές διαστάσεις, με αποτέλεσμα στελέχη της κυβέρνησης, όπως ο Αδωνις Γεωργιάδης ή ο Αθ. Πλεύρης, να αυξάνουν την ένταση του πολιτικού τους λόγου, να συγκρούονται με τους «κομμουνιστές» ή όποιους τέλος πάντων θεωρούν ως «αριστερούς», προκειμένου να δημιουργήσουν ανάχωμα στις διαρροές.
Ταυτόχρονα, είναι πλέον κοινό μυστικό ότι ο πρώην πρωθυπουργός, Αντώνης Σαμαράς, που κατά καιρούς έχει διατυπώσει σοβαρότατες αντιρρήσεις για θέματα κυβερνητικής πολιτικής, και ειδικά στην εξωτερική πολιτική, βρίσκεται ένα βήμα πριν από την εξαγγελία ενός πολιτικού φορέα ο οποίος θα πλαγιοκοπήσει – και αυτός – από τα δεξιά την… πασοκοποιημένη Νέα Δημοκρατία.
Και ο κ. Μητσοτάκης απέναντι σε όλο αυτό πώς αντιδρά; Μετεγγράφοντας στη Νέα Δημοκρατία τον Ανδρέα Λοβέρδο και ορίζοντάς τον προσεχώς (πρέπει να θεωρείται βέβαιο…) μέλος του Υπουργικού Συμβουλίου. Ιδού το πολιτικό παράδοξο λοιπόν: δέχεται ισχυρές πιέσεις από τα δεξιά και πραγματοποιεί άνοιγμα προς το Κέντρο!
Η τακτική του επιδέχεται διαζευκτικά δύο ερμηνείες: ή θεωρεί ότι οι απώλειες προς τα δεξιά δεν είναι σοβαρές, οπότε μπορεί και να τις αγνοήσει, ή ότι ο χώρος του Κέντρου έχει ακόμη πολύ λίπος και προσπαθεί να το προσποριστεί…
Αλλη εξήγηση δεν βρίσκω. Η πρώτη εκδοχή προφανώς δεν αντιμετωπίζεται με επιθετικές κινήσεις όπως η ένταξη Λοβέρδου. Ο σκληρός πυρήνας της συντηρητικής παράταξης θέλει «μασάζ», και όχι μετεγγραφές που υποστηρίζουν το αφήγημα περί «πασοκοποίησης» του κόμματος.
Η δεύτερη τελεί υπό αμφισβήτηση – οι παρεμβάσεις στο Κράτος Δικαίου (υποκλοπές, επιστολική ψήφος στη Βουλή, μπλοκάρισμα της διαδικασίας πολιτικής και δικαστικής εκκαθάρισης του ΟΠΕΚΕΠΕ) διατάραξαν σοβαρά τις σχέσεις με το πολιτικό Κέντρο.
Παράδοξο δεύτερο: ο χρόνος της ένταξης του κ. Λοβέρδου στη Νέα Δημοκρατία. Συνήθως αυτού του είδους οι πολιτικές αποφάσεις παίρνονται όταν στον ορίζοντα υπάρχουν εκλογές, και μάλιστα με καθορισμένο τον χρόνο διεξαγωγής τους.
Ο λόγος είναι προφανής. Τα κόμματα επιδιώκουν να (απο)δείξουν ότι διευρύνεται η εκλογική τους απήχηση, ότι αυξάνεται η κομματική πελατεία. Αν και πολλοί θα διερωτηθούν «μα πόση είναι η εκλογική δύναμη του κόμματος του κ. Λοβέρδου, ώστε να καθίσταται αναγκαία η μεταγραφή του;». Η απάντηση θα ξενίσει ίσως, άλλα είναι μια πραγματικότητα.
Σε μια εποχή που τα κόμματα μετράνε και την τελευταία ψήφο, το σχεδόν 1,5% που έλαβε το κόμμα Δημοκράτες στις ευρωεκλογές θεωρείται υπολογίσιμο. Και είναι. Εφόσον όμως βρισκόμαστε κοντά σε εκλογές. Αλλά βρισκόμαστε;
Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός επαναλαμβάνει σταθερά ότι οι προσεχείς εκλογές θα διενεργηθούν το 2027, σχεδόν με την ολοκλήρωση της 4ετίας (θα επισπευσθούν μερικούς μήνες επειδή τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου η Ελλάδα αναλαμβάνει την προεδρία της Ευρωπαϊκής Ενωσης). Αρα, γιατί έσπευσε να «κάψει» από τώρα το χαρτί «Λοβέρδος»; Και μάλιστα σε μια περίοδο κατά την οποία επικοινωνιακά προτεραιότητα έχουν οι προ 15ημέρου εξαγγελίες του κ. Μητσοτάκη στη ΔΕΘ;
Μία εξήγηση υπάρχει για όλα αυτά, κι αυτή δεν είναι άλλη από το ότι η λογική συνέχεια των πραγμάτων δεν ισχύει. Οτι το «εκλογές το ’27» λέχθηκε για να (μας) ρίξει στάχτη στα μάτια και οι εκλογές να μην είναι και τόσο μακριά.
Ιδωμεν…
Πηγή: tovima.gr
