Γράφει ο Αντώνης Καρακούσης
Η ελληνική οικονομία είναι κοινώς παραδεκτό ότι τα προηγούμενα πέντε χρόνια απέδωσε καλύτερα αποτελέσματα σε σχέση με τις επιδόσεις της μακράς μνημονιακής περιόδου. Ωστόσο το μοντέλο που υιοθέτησαν ο Πρωθυπουργός και η νεοδημοκρατική διακυβέρνηση δείχνει να εξαντλεί τις όποιες δυνατότητές του.
Το σχήμα που ήθελε την οικονομική πολιτική να επιδιώκει σχεδόν καθ’ υπερβολήν τη σταθεροποίηση των δημοσίων οικονομικών με σκοπό την αποκατάσταση κλίματος εμπιστοσύνης, σε συνδυασμό με το άνοιγμα και την απελευθέρωση της οικονομίας από κρατικές παρεμβάσεις ώστε να διευκολυνθεί η προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων και δι’ αυτών να δημιουργηθεί νέος πλούτος ικανός να επαυξήσει τις θέσεις εργασίας και να προσφέρει καλύτερες αμοιβές, φαίνεται να φθάνει στα όριά του.
Απέδωσε ό,τι ήταν να αποδώσει αλλά πλέον η δυναμική του περιορίζεται και το αποτέλεσμά του απέχει πολύ από τις προσδοκίες. Επιπλέον δεν συγκινεί ούτε επαρκεί να επιτρέψει τη διεκδικούμενη αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου. Η προσέλκυση επενδύσεων δυστυχώς περιορίστηκε στη ζώνη των ακινήτων και σε εκείνη των υπηρεσιών, δεν δημιούργησε περιβάλλον αναγέννησης της παραγωγής, ούτε προκάλεσε ισχυρά κύματα βιομηχανικής ανασύνταξης πέρα από κάποιες εξάρσεις στους τομείς της ενέργειας και των τροφίμων.
Αποδεικνύεται ότι οι δυνάμεις της αγοράς όταν αφεθούν μόνες και ακαθοδήγητες επιλέγουν συγκεκριμένες ζώνες ταχείας κερδοφορίας και δεν συνεισφέρουν τα προσδοκώμενα. Οι διεθνείς εμπειρίες πλέον είναι πολλές και δηλώνουν άλλα, πολύ διαφορετικά από όσα η κυρίαρχη στον δυτικό κόσμο νεοφιλελεύθερη επιλογή θεωρεί δεδομένα.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Κίνας και στον αντίποδα εκείνη των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.
Η Κίνα κατέστη παραγωγικά ισχυρή στηριζόμενη σε μια μακρά, επί σχεδόν τέσσερις δεκαετίες, πειθαρχημένη και οργανωμένη προσπάθεια ολοκληρωμένης παραγωγικής ανασύνταξης και τεχνολογικής αναβάθμισης κυρίως με την καθοδήγηση του κράτους αλλά και με την κατάκτηση στοιχείων και πρακτικών από τις ανοιχτές φιλελεύθερες αγορές.
Το σημερινό εργοστάσιο του πλανήτη στηρίχθηκε κατά βάση στον κεντρικό σχεδιασμό, στη μεγάλη επένδυση στο εκπαιδευτικό σύστημα και βεβαίως στις άοκνες προσπάθειες του κινεζικού λαού. Σήμερα από τα προηγμένα κινεζικά πανεπιστήμια αποφοιτούν κάθε χρόνο περίπου 150.000 μηχανικοί, γεγονός που εξηγεί την ποιότητα των κατασκευών και τη ραγδαία τεχνολογική πρόοδο της χώρας.
Στις ΗΠΑ αντιθέτως επικράτησαν οι αρχές της λεγόμενης χάρτινης οικονομίας, που ήθελαν τα πάντα να περιστρέφονται γύρω από τις χρηματιστηριακές αξίες, με αποτέλεσμα βαθμιαία να χάσουν την παραγωγική τους ικανότητα και να κινδυνεύουν να χάσουν τα πρωτεία. Το δυστύχημα είναι ότι η νέα αμερικανική διακυβέρνηση πλανάται πλάνην οικτράν νομίζοντας ότι θα καταφέρει να αλλάξει τον ρου των πραγμάτων χωρίς κόπο και θυσίες παρά μόνο με τους δασμούς επί των εισαγόμενων προϊόντων από άλλες χώρες.
Η Ελλάδα ευρισκόμενη σε εποχή ανασχεδιασμού και ανασύνταξης δεν έχει παρά να εμπλουτίσει την οικονομική της πολιτική, να απορροφήσει τα αποδοτικότερα στοιχεία του κινεζικού μοντέλου, να επενδύσει πραγματικά στο σύστημα εκπαίδευσης και στην ανάπτυξη νέων τεχνολογιών πέρα από δόγματα και ιδεοληψίες για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια.
Να επαναπροσανατολίσει την παραγωγή επιστημονικού δυναμικού, να κατευθύνει την παιδεία προς θετική κατεύθυνση, ώστε να δημιουργήσει ένα απόθεμα δυνάμει νέων παραγωγών και δημιουργών. Δεν υπάρχει πια χώρος για δόγματα και ιδεοληψίες. Δεν είναι τυχαίο ότι σε εποχή κυριαρχίας των ανοιχτών και φιλελεύθερων αγορών θριάμβευσε και θριαμβεύει η εκδοχή της κατευθυνόμενης και κεντρικά σχεδιαζόμενης οικονομίας.
Πηγή: tovima.gr