Γράφει η Δήμητρα Κρουστάλλη
Tο πρόγραμμα SAFE για την ευρωπαϊκή άμυνα είναι μια επιτυχία ή μια καταστροφή για την Ελλάδα; Ως συνήθως, τίποτα από τα δύο, παρά τις κορόνες που αντάλλαξαν η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση. Στην πραγματικότητα μπορεί να είναι μια ευκαιρία αν η κυβέρνηση καταφέρει να διαχειριστεί τα ρίσκα που το συνοδεύουν. Ο Κανονισμός Δράσης για την Ασφάλεια για την Ευρώπη (SAFE), ο οποίος υιοθετήθηκε την Τρίτη από το Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων, είναι ένα πρόγραμμα τετραετούς διάρκειας ύψους 150 δισεκατομμυρίων ευρώ. Πρόκειται για τα ευρωπαϊκά χρήματα του προγράμματος ReArm, τα οποία συμπληρώνονται από επιπλέον 650 δισεκατομμύρια ευρώ που θα διατεθούν από τους εθνικούς προϋπολογισμούς.
Η Ελλάδα δεν μπορούσε να ασκήσει βέτο στην υιοθέτηση του Κανονισμού, που άνοιξε τον δρόμο στη συμμετοχή τρίτων κρατών, μεταξύ των οποίων η Τουρκία, στα εξοπλιστικά προγράμματα, καθώς συναινούσαν σε αυτόν τα 26 από τα 27 κράτη-μέλη της ΕΕ. Αντιρρήσεις δεν εξέφρασε ούτε η Κύπρος, για δικούς της λόγους που έχουν να κάνουν με την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό. Με αυτόν τον συσχετισμό δυνάμεων, το κείμενο του Κανονισμού θα μπορούσε να είναι πολύ πιο φιλικό για την Τουρκία, όπως και ήταν στην αρχική του μορφή, αφού μόνο η Ελλάδα θα αντιδρούσε με κίνδυνο να περιθωριοποιηθεί. Η ελληνική πλευρά διαπραγματεύτηκε σκληρά σε τρία επίπεδα: Ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης βρισκόταν σε συνεχή επαφή με τους ομολόγους του, η υφυπουργός Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου αντιστάθηκε στις πιέσεις στο Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων προκειμένου να αυξηθούν οι ασφαλιστικές δικλίδες για την Ελλάδα, ομοίως και ο Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Ελλάδας στην ΕΕ, Ιωάννης Βράιλας, στο Coreper.
Η αναφορά και μόνο των χωρών που ήθελαν την Τουρκία στο παιχνίδι λέει πολλά: Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία, Πολωνία και όλες οι Βαλτικές Χώρες. Η Γερμανία και οι δύο χώρες του Νότου, επειδή θα χρειαστεί να αυξήσουν τις εξοπλιστικές τους δαπάνες, βλέπουν στην Τουρκία μια φθηνή παραγωγό χώρα, που θα ρίξει τις τιμές στα πανάκριβα αμερικανικά και βρετανικά προϊόντα. Τα τουρκικά όπλα δεν είναι ιδιαίτερα εξελιγμένα, αλλά είναι δοκιμασμένα στο πεδίο της μάχης και γι’ αυτό θεωρούνται αξιόπιστα. Οι κεντρικές και βόρειες ευρωπαϊκές χώρες χρειάζονται άμεσα βοήθεια για την Ουκρανία. Ούτως ή άλλως η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία στο σύνολό της δεν έχει τις δυνατότητες να παραγάγει αυτά που χρειάζεται η άμυνα της ΕΕ.
Εχοντας αυτό το μπλοκ απέναντί της, η κυβέρνηση έκανε αυτό που μπορούσε. Πέρασε τον όρο ότι στις διμερείς συμφωνίες της ΕΕ με την τρίτη χώρα θα απαιτείται ομοφωνία και θα λαμβάνεται υπόψη η ασφάλεια και άμυνα των κρατών-μελών. Δηλαδή, σε δεύτερο χρόνο, η Ελλάδα θα μπορεί να προβάλλει τις απαιτήσεις της, ενώ, όπως τόνισε ο εκπρόσωπος Τύπου της Κομισιόν, η συμμετοχή τρίτης χώρας θα κρίνεται κατά περίπτωση, με βάση αν αποτελεί απειλή για την ΕΕ ή για ένα κράτος-μέλος. Ο τρόπος που ορίστηκε το βέτο φαίνεται εκ πρώτης όψεως ικανοποιητικός και πολλοί θεωρούν ότι συνδέεται με το αίτημα του Κυριάκου Μητσοτάκη προς την Τουρκία να άρει το casus belli, εκτιμώντας ότι υπήρξε προσυνεννόηση.
Ωστόσο, η διατύπωση έχει σημασία, διότι αν η Τουρκία συνεχίσει την πολιτική των ήρεμων νερών και δεν προκαλέσει κάποιου είδους κρίση, δύσκολα η Ελλάδα θα μπορέσει να θέσει βέτο στην ΕΕ σε συμφωνίες για τουρκικά συστήματα.
Και, ναι, υπάρχει ο κίνδυνος να υποσκελιστούν οι ανησυχίες της Αθήνας μπροστά στα συμφέροντα άλλων ισχυρότερων χωρών, αλλά δημιουργείται και η ευκαιρία να στηριχθεί με τα δισεκατομμύρια του SAFE η εγκαταλελειμμένη ελληνική αμυντική βιομηχανία, ώστε να ενισχυθεί η χώρα και να μετριαστεί το ρίσκο. Πολλά θα εξαρτηθούν από τους χειρισμούς της κυβέρνησης, αλλά και από την απρόβλεπτη μεταβλητή της σύγκρουσης του Ευρωκοινοβουλίου με την Κομισιόν για το μοίρασμα των χρημάτων του SAFE.
Πηγή: tovima.gr