Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ και ο πήχης των κομμάτων

Γράφει η Φώφη Γιωτάκη

Αν δεν ήταν το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ θα ήταν σίγουρα μια άλλη υπόθεση που θα τέσταρε τη δυναμική και τις αντοχές των κομμάτων, σε μια συγκυρία, που ταυτίζεται εν πολλοίς με την αγωνιώδη προσπάθειά τους να εμφανίσουν τον καλύτερό τους εαυτό.
Βαδίζουν – όλοι μαζί, της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης- στον έβδομο χρόνο διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας και έχουν μπροστά τους λιγότερο από δύο χρόνια (μέχρι τις εκλογές) για να αποδείξουν ότι μπορούν να βάλουν ψηλότερα και να ξεπεράσουν τον πήχη των στόχων τους.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μετά από τις ευρωεκλογές τόσο η κυβερνητική παράταξη, όσο και τα κόμματα της αντιπολίτευσης, που έχουν κυβερνητική εμπειρία, δυσκολεύονται να προσαρμοστούν στη νέα και πολύ διαφορετική συνθήκη, που οι πολίτες διαμόρφωσαν ένα χρόνο μετά από τις διπλές εθνικές εκλογές του 2023. Τίποτα δεν ήταν ίδιο με την προηγούμενη «ημέρα»- κανένα εμπόδιο δεν έδειξαν έκτοτε ότι μπορούν να ξεπεράσουν χωρίς να μετρήσουν απώλειες, μικρές ή μεγαλύτερες ήττες.

Η Νέα Δημοκρατία βρέθηκε στις ευρωεκλογές περίπου 13 ποσοστιαίες μονάδες κάτω από το ισχυρό ποσοστό (του 40% και πλέον) των εθνικών εκλογών. Το «χαστούκι» ήταν ηχηρό και μάλιστα θα μπορούσε να λειτουργήσει ως η ικανή και η αναγκαία συνθήκη για τη Νέα Δημοκρατία: να αναγνωρίσει και να διορθώσει λάθη, μικρά ή πολύ μεγαλύτερα, για τα οποία οι πολίτες περίμεναν άμεσα και συγκεκριμένα δείγματα γραφής. Από τότε η Νέα Δημοκρατία δυσκολεύεται να ξεπεράσει τις επιδόσεις της στις ευρωεκλογές και όχι τυχαία. Ξεκινά να κερδίσει αλλά χάνει συχνά το στοίχημα που βάζει, παρότι κάθε φορά επιχειρεί να αναδείξει μια σειρά θετικών αλλαγών στη χώρα, με άμεσο και θετικό αντίκτυπο στις ζωές των πολιτών. Η εικόνα που καταγράφει στις δημοσκοπήσεις το αποδεικνύει.

Η υπόθεση που έφτασε στη βουλή από την ευρωπαϊκή εισαγγελία και αφορά στο σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ αναγκάζει την κυβερνητική παράταξη να εμφανίσει – αν θέλει να κερδίσει το πολιτικό στοίχημα- τον καλύτερό της εαυτό. Δεν αρκεί ένα συγνώμη ή το «αποτύχαμε» για να καθαρίσει την εικόνα της και να πείσει τους πολίτες ότι η διαδρομή που επιλέγει, εξασφαλίζει κινήσεις υπέρ του δημόσιου συμφέροντος και των πολλών αγροτών, που ακολούθησαν κατά γράμμα τα προβλεπόμενα περιμένοντας τις επιδοτήσεις τους, ενώ κάποιοι άλλοι έκοβαν δρόμο προς τα «κλεμμένα». Τι κάνει η Νέα Δημοκρατία; Επιλέγει, όχι το δρόμο της προανακριτικής επιτροπής, όπως ζητούν τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Καταθέτει πρόταση για τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής, το αποτέλεσμα της οποία έχει, όπως γνωρίζουμε, «αμφισβητηθεί» από τα πλέον επίσημα χείλη, όσον αφορά στην υπόθεση των Τεμπών. Τι άλλο κάνει; Ανοίγει τη βεντάλια στα βάθη του χρόνου. Πάει 27 χρόνια πίσω, στο 1998 για να αρχίσει να αναζητεί ευθύνες των πολιτικών που είχαν τα κυβερνητικά ηνία, από τότε μέχρι σήμερα. Μπορεί σε όλες τις δημοσκοπήσεις οι περισσότεροι πολίτες να αναφέρονται σε διαχρονικές ευθύνες, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι εννοούν ότι για να αποδοθούν ευθύνες στη βάση της ευρωπαϊκής δικογραφίας πρέπει ο χρόνος να αρχίσει να μετρά από το 1998. Αντιθέτως θέλουν να δουν αποτέλεσμα και όχι μια προσπάθεια, που η αντιπολίτευση ήδη προβλέπει ότι έχει ως κίνητρο τη διάχυση ευθυνών. Η κυβερνητική παράταξη έχει ελάχιστο χρόνο για να αποδείξει ότι το λέει και το εννοεί: ότι θα επιδιώξει να προχωρήσει στο βάθος του σκανδάλου η όποια έρευνα, να αποδοθούν ευθύνες σε όποιους πρέπει και να εγκαινιάσει ένα νέο υγιές σύστημα για όλο τον αγροτικό κόσμο, την στήριξη και την προοπτική του. Να φέρουν πίσω τα κλεμμένα αλλά και να κλείσουν ερμητικά οι δίοδοι που συνήθως ψάχνουν οι επιτήδειοι για να κάνουν τα κόλπα τους. Δε υπάρχουν περιθώρια για υπεκφυγές και επικοινωνιακά τερτίπια. Στις προσεχείς εκλογές η ΝΔ θα επιβραβευθεί από τους ψηφοφόρους στους οποίους απευθύνεται όχι για τη ρητορική της αναγνώρισης του λάθος αλλά από τη έμπρακτη προσπάθειά της (ή όχι) να διορθώσει σε όλα τα πεδία τα κακώς κείμενα. Το ότι διατηρεί ασφαλές προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις δεν σημαίνει ότι την περιμένει ένας δρόμος γεμάτος συγχωροχάρτια προς τις εκλογές.

Το ΠΑΣΟΚ υπό τον κ. Ανδρουλάκη επιλέγει με φόντο τον ΟΠΕΚΕΠΕ να λειτουργήσει αυτόνομα σε σχέση με τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης- και ποντάρει στην ασφυκτική αντιπολιτευτική πίεση προς την κυβέρνηση για να ενισχύσει το ρόλο του και να εμφανιστεί ως ο ισχυρός εναλλακτικός πόλος διακυβέρνησης. Επί μήνες έδινε μάχη για τη δεύτερη θέση με την Πλεύση Ελευθερίας, βλέποντας να χάνει την ευκαιρία του άλματος μετά από η δημοσκοπική εκτίναξη του περασμένου φθινοπώρου. Συχνά δίνει την εικόνα ότι ενώ κάνει ένα βήμα μπροστά, γυρνά ταχύτατα δύο βήματα πίσω. Έχει ήδη βάλει τον πήχη ψηλά: μόλις χθες ο κ. Ανδρουλάκης επανέλαβε ότι θέλει νίκη έστω και με μία ψήφο απέναντι στη Νέα Δημοκρατία. Στα γκάλοπ ο σχετικός στόχος δείχνει μη ρεαλιστικός- ειδικά αν το περιβάλλον γίνει πιο ανταγωνιστικό για τη Χαριλάου Τρικούπη. Η πιθανή επιστροφή του Αλέξη Τσίπρα συνδέεται αναντίρρητα με το σενάριο επιδίωξης μιας πρώτης νίκης στο χώρο της κεντροαριστεράς. Το ποιος θα κερδίσει μένει να αποδειχθεί- αλλά όποιος χάσει τη μάχη δεν πρόκειται να δει να κερδίζει στη συνέχεια την πρωτοβουλία των κινήσεων στο χώρο της κεντροαριστεράς.

Το γεγονός ότι ΣΥΡΙΖΑ και Νέα Αριστερά με αφορμή το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕ κατάφεραν να συνεννοηθούν είναι ένα βήμα, που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο. Δύο χρόνια μετά από τη διάσπαση ανακαλύπτουν κώδικες επικοινωνίας, έχοντας στο φόντο να θυμούνται τα ισχνά μονοψήφια ποσοστά που καταγράφουν όλο το τελευταίο διάστημα στις δημοσκοπήσεις. Αν αυτό το πρώτο βήμα έχει και συνέχεια –κάτι όχι ιδιαίτερα εύκολο- υπάρχει το ενδεχόμενο οι 26 και οι 11 βουλευτές, του ΣΥΡΙΖΑ και της Νέας Αριστεράς αντίστοιχα, να φλερτάρουν ξανά με τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Και πριν ακόμη ξεμυτίσει ο κ. Τσίπρας. Αλλά στην πολιτική η αριθμητική είναι περίεργο πράγμα…

Πηγή: protothema.gr

Back to top button
Our site uses cookies to improve your browsing experience and provide you with personalized content. By continuing to use our site, you agree to our cookie policy.