Γράφει ο Γιώργος Παπαχρήστος
Τελευταίο κουδούνι πριν από την αυλαία πρέπει να θεωρούνται οι τρεις προτάσεις για τη σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής για το δυστύχημα των Τεμπών. Και τι έχουμε; Ενα κεντρικό πρόσωπο, τον υπουργό την ημέρα της τραγωδίας, τον κ. Κώστα Καραμανλή, και στις τρεις προτάσεις, και γύρω του διάφορες εκδοχές περί τις ευθύνες τις προσωπικές του, αλλά και όσων με τον έναν ή τον άλλον τρόπο είχαν αρμοδιότητα, ουσιαστική και τυπική επί των σιδηροδρόμων. Στο πλαίσιο αυτό, μπορεί να κατηγοριοποιήσει κανείς τις τρεις προτάσεις, τις υπάρχουσες δύο και τη μία αναμενόμενη. Αυτή η τελευταία είναι η light εκδοχή των ευθυνών για το δυστύχημα και πρόκειται να την καταθέσει η Νέα Δημοκρατία. Θα περιγράφει τις ευθύνες του κ. Κ. Καραμανλή ως έμμεσες και σε βαθμό πλημμελήματος, έτσι ώστε να δίνεται η δυνατότητα στην κυβερνώσα πλειοψηφία να ακολουθήσει τη «γραμμή Τριαντόπουλου»: Προανακριτική Επιτροπή δυο-τριών συνεδριάσεων και εν συνεχεία παραπομπή σε δικαστικό συμβούλιο το οποίο θα αποφανθεί περί των ευθυνών του.
Από τις υπόλοιπες δύο προτάσεις, μία στοχεύει στο γενικό ακροατήριο των «νεοαγανακτισμένων» που συγκροτήθηκε στην επέτειο των δύο ετών από το δυστύχημα, και μία είναι αποτέλεσμα της πολύμηνης ανακριτικής διαδικασίας από τον ειδικό εφέτη ανακριτή Λάρισας κ. Σ. Μπακαΐμη.
Η πρώτη, είναι η κοινή πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ και της Νέας Αριστεράς, προέκυψε από τις έντονες διαβουλεύσεις των ηγεσιών των δύο κομμάτων, και η κατάρτισή της έγινε με το βλέμμα στραμμένο αφενός στον κόσμο που εξακολουθεί να αισθάνεται οργή, αγανάκτηση, θυμό και απογοήτευση για το δυστύχημα και όσα ακολούθησαν, και αφετέρου προς τον σύλλογο των συγγενών των θυμάτων και την πρόεδρό του, κυρία Καρυστιανού. Δεν είμαι βέβαιος τι βάρυνε περισσότερο για το ύφος και το περιεχόμενο της πρότασης. Η προσπάθεια να ικανοποιηθούν οι πολίτες που συγκεντρώθηκαν στις 28 Φεβρουαρίου σε κάθε γωνιά της χώρας ή να αποφευχθεί μια καταστροφική για τους σχεδιασμούς των δύο κομμάτων καταγγελτική αποδοκιμασία από την καιροφυλακτούσα κυρία Καρυστιανού;
Ο,τι και να συνέβη πάντως, η ουσία είναι ότι η πρόταση ΣΥΡΙΖΑ-ΝΕΑΡ συμπεριέλαβε εξ αυτών των λόγων στους «κατηγορούμενους» για το δυστύχημα, έστω και για πολιτικούς λόγους, τον πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη, κι αυτό είναι ένα σοβαρό θέμα, ανεξάρτητα από το πόσους πείθει η συμπερίληψη. Μία άλλη παράμετρος, καθόλου παραβλέψιμη σε σχέση με την πρόταση των δύο κομμάτων, είναι ότι επί της ουσίας ανοίγει και πάλι τη συζήτηση για την επανάκαμψη των στελεχών της ΝΕΑΡ στον ΣΥΡΙΖΑ, παρά τις ισχυρές αντιδράσεις που συναντά η πιθανότητα στο εσωτερικό και των δύο κομμάτων. Ομως πρέπει να ιδωθεί κάτω από το πρίσμα των διεργασιών που συντελούνται από περιφερειακές δυνάμεις, για την ανασυγκρότηση του χώρου της Κεντροαριστεράς…
Η δεύτερη πρόταση, που έχει ήδη κατατεθεί από τις αρχές της εβδομάδας, είναι αυτή του ΠαΣοΚ. Με προσεκτικές διατυπώσεις και νομικά επιχειρήματα τα οποία προφανέστατα και θα κριθούν από τη Δικαιοσύνη, η πρόταση του ΠαΣοΚ βάζει στο κάδρο των ευθυνών οκτώ πολιτικούς, τους δύο πρώην υπουργούς Μεταφορών-Υποδομών κ. Καραμανλή και Χρ. Σπίρτζη και έξι υφυπουργούς που υπηρέτησαν κάτω από τις εντολές τους. Η πρόταση εστιάζει στις ευθύνες για τις πράξεις και τις παραλείψεις όλων αυτών, οι οποίες διασταλτικά ερμηνευόμενες είχαν ως κατάληξη το δυστύχημα. Θα σταθεί στο δικαστήριο το σκεπτικό αυτό; Πιθανόν για κάποιους ναι, για άλλους όχι. Ομως η πρόταση του ΠαΣοΚ θεωρείται, και είναι, σοβαρή, γιατί έχει αποφύγει τις ακρότητες, τους λαϊκισμούς, την εικοτολογία και εν τέλει την εργαλειοποίηση του δυστυχήματος, στην οποία έχει καταφύγει η αριστερή αντιπολίτευση της χώρας.
Και η κυβέρνηση; Η κυβέρνηση πορεύεται και επί του συγκεκριμένου θέματος με οδηγό τις «εντολές» των focus groups, που πιστοποιούν τη σταδιακή πτώση του ενδιαφέροντος της κοινωνίας για τις εξελίξεις στην υπόθεση. Οι τηλεοπτικοί καβγάδες περί τα πορίσματα για τα αίτια της έκρηξης που ακολούθησε τη σύγκρουση, σε συνδυασμό με τη σύγχυση που προκαλεί η πολλή «πληροφορία» για το τι συνέτρεξε και συνέβη ό,τι συνέβη, μαζί με τη γενικευμένη πεποίθηση ότι η κυβέρνηση χρησιμοποιεί ως υποχείριο τη Δικαιοσύνη, προκάλεσαν σύγχυση και έπληξαν σοβαρά το ενδιαφέρον της κοινωνίας για τις εξελίξεις περί το δυστύχημα. Η διαπίστωση έχει ως παρακολούθημα μία ακόμη: η κυβέρνηση δεν πιστώνεται την ύφεση και η αντιπολίτευση αποδεδειγμένα δεν κερδίζει από αυτή. Βγαίνουν χαμένοι και οι δύο, αλλά περισσότερο χαμένη φαίνεται να είναι η ίδια η πολιτική, καθώς δεν παγιώνεται απλώς η φθορά της αλλά εντείνεται. Και δυστυχώς, ταυτόχρονα εντείνεται και ο κίνδυνος για περαιτέρω ενίσχυση της Ακροδεξιάς…
Πηγή: tovima.gr