Γράφει ο Αλέξανδρος Κασιμάτης
Η Ευρώπη αναζητά κοινές απαντήσεις σε άμυνα, οικονομία και μετανάστευση, αλλά οι εθνικές αντιστάσεις, ιδιαίτερα της Γερμανίας στην τραπεζική ενοποίηση, εμποδίζουν την πρόοδο, διευρύνοντας το χάσμα με τις αμερικανικές τράπεζες και αποδυναμώνοντας την ενότητα
Σε μια περίοδο που αναδιατάσσονται οι ισορροπίες στις οποίες βασίστηκε ο κόσμος μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ευρώπη καλείται να δώσει πειστικές απαντήσεις σε μια σειρά κρίσιμων ζητημάτων που αφορούν την πολιτική, την οικονομία, την άμυνα, τη μετανάστευση κ.ά. Μέχρι σήμερα η Ευρώπη λειτούργησε περισσότερο ως ένας συνασπισμός όπου κάθε κράτος -μέλος, και ιδιαίτερα οι πιο ισχυρές χώρες, ενεργούσαν με γνώμονα τα στενά τους συμφέροντα παρά ως μια ένωση χωρών με κοινή πολιτική. Χρειάστηκε ο πόλεμος στην Ουκρανία για να αποκαλυφθούν τα κενά στην ενεργειακή πολιτική, η εκλογή Τραμπ για να αναδειχθούν οι ελλείψεις στα ζητήματα της άμυνας κ.ο.κ. Με τις λαϊκιστικές και ακροδεξιές δυνάμεις να μεγαλώνουν, η Ευρώπη προσπαθεί τώρα να οργανώσει και να διαχειριστεί ό,τι προλαβαίνει. Αυτή η προσπάθεια προϋποθέτει ισχυρή οικονομία που θα είναι σε θέση να παράγει και να κινητοποιεί πόρους που θα υποστηρίξουν τις νέες πολιτικές και θα βάλουν τέλος στις κρίσεις θεμελιακού χαρακτήρα που απειλούν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Χρόνια τώρα οι αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας τονίζουν ότι για να μπορέσει η Ευρώπη να κινητοποιήσει επενδύσεις του μεγέθους που απαιτείται για να αναζωογονηθεί η ανάπτυξη, πρέπει να προχωρήσει η ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης και η εμβάθυνση της Ένωσης Κεφαλαιαγορών. Χρειαζόμαστε μια πλήρη «Ένωση Αποταμιεύσεων και Επενδύσεων» που άλλωστε είναι ο επίσημος στόχος της ΕΕ για τον οποίο υποτίθεται ότι εργάζονται όλοι ή καλύτερα σχεδόν όλοι. Ο Γερμανός καγκελάριος Φ. Μερτς σε πρόσφατες δηλώσεις του απέρριψε την ιδέα ενός κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασφάλισης καταθέσεων που αποτελεί τη βάση για την τραπεζική ενοποίηση. Ο Μερτς υποστήριξε ότι «δεν υπάρχει λόγος να συνδυαστούν τα εύρυθμα λειτουργικά εθνικά συστήματα ευθύνης σε επίπεδο ΕΕ».
Την ίδια στιγμή, το τραπεζικό σκηνικό στην Ευρώπη αλλάζει θεαματικά. Οι γαλλικές τράπεζες εμφανίζουν τώρα πιο μεγάλους ισολογισμούς. Η ισχύς της Deutsche Bank έχει μειωθεί. Ακόμη και η Société Générale έχει ξεπεράσει πλέον την Deutsche Bank σε συνολικό ενεργητικό, ενώ η ισπανική Santander ανεβαίνει με ταχείς ρυθμούς αφήνοντας πίσω τους Γερμανούς ανταγωνιστές της. Όσο μειώνεται η επιρροή των γερμανικών τραπεζών τόσο αντιστέκεται η Γερμανία στην Ευρωπαϊκή Τραπεζική Ένωση.
Η Bank of America σε έκθεσή της διαπίστωνε πως αν αθροίσουμε τις 20 μεγαλύτερες τράπεζες της Ευρώπης, με δυσκολία φτάνουν την κεφαλαιοποίηση της JP Morgan. Η πολιτική επικράτησης των κρατικών συμφερόντων από τις ισχυρότερες χώρες μέσα στους κόλπους της ΕΕ έχει οδηγήσει σταδιακά σε αποδυνάμωση και τον ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2005 οι δύο κορυφαίες ευρωπαϊκές τράπεζες έφταναν μαζί την κεφαλαιοποίηση της JP Morgan. Το 2015 χρειαζόταν να αθροίσουμε τις τέσσερις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές τράπεζες για να φθάσουν την κεφαλαιοποίηση της JP Morgan και φέτος πρέπει να αθροίσουμε τις 20 μεγαλύτερες της Ευρώπης.
Το χάσμα ανάμεσα στις ευρωπαϊκές και τις αμερικανικές τράπεζες όλο και μεγαλώνει και θα μεγαλώσει με ακόμη μεγαλύτερη ταχύτητα, καθώς η διακυβέρνηση Τραμπ προχωρεί σε απορρύθμιση του πλαισίου λειτουργίας των αμερικανικών τραπεζών για να τους δώσει μεγαλύτερη ευελιξία, αντίθετα με την ΕΕ που υπερύθμισε το αντίστοιχο ευρωπαϊκό πλαίσιο ελπίζοντας να καθησυχάσει τους γερμανικούς φόβους για την τραπεζική ενοποίηση. Η ΕΚΤ δηλώνει ανοικτά ότι τάσσεται υπέρ των διασυνοριακών συγχωνεύσεων στην Ευρώπη, αλλά την ίδια στιγμή ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Λ. Κλίνγκμπεϊλ καλεί “τη UniCredit να εγκαταλείψει την απόπειρα εξαγοράς της Commerzbank», ξεκαθαρίζοντας ότι η γερμανική κυβέρνηση θεωρεί τη συγκεκριμένη προσέγγιση ως «εχθρική» και στηρίζει την ανεξαρτησία της Commerzbank.
Πηγή: protothema.gr
