Υπάρχει λογική στην οικονομική πολιτική του Τραμπ;

Γράφει ο Σπύρος Μπλαβούκος

Ηκυρίαρχη ανάγνωση των κινήσεων του Τραμπ στη διεθνή οικονομική σκακιέρα, τις πρώτες εκατό μέρες στην εξουσία, εστιάζει στο αδιάκοπο εκκρεμές της επιβολής δασμών και αργότερα αναβολής εφαρμογής τους καθώς επίσης και τον ισχυρό διορθωτικό ρόλο των αγορών, που επέβαλαν – σε πρώτη φάση τουλάχιστον- έναν κάποιον σχετικό αναστοχασμό, χωρίς ποτέ, βέβαια, κάτι τέτοιο να αναγνωρίζεται επίσημα από χείλη της κυβέρνησης.

Προς την κατεύθυνση αυτή έχουν, σίγουρα, συμβάλει οι διαρκείς παλινωδίες της Αμερικανικής διοίκησης στο θέμα των δασμών, που εντείνουν την αβεβαιότητα στις διεθνείς αγορές, αυξάνοντας το κόστος προσαρμογής σε ένα νέο, συγκρουσιακό, παγκόσμιο περιβάλλον οικονομικών και εμπορικών διαδράσεων. Ταυτόχρονα, βέβαια, οι παλινωδίες αυτές δημιουργούν ευκαιρίες άμεσου και γρήγορου πλουτισμού με τις οξείες διακυμάνσεις στις τιμές των μετοχών και λοιπών χρηματιστηριακών προϊόντων, που παραπέμπουν σε έμμεση χειραγώγηση των αγορών – αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Είναι, όντως, τόσο απλοϊκή η οικονομική σκέψη του Προέδρου Τραμπ; Άραγε, όντως, άγεται και φέρεται, χωρίς κάποιο κεντρικό στρατηγικό σχεδιασμό, από εξωγενείς αντιδράσεις και εσωτερικές συγκρούσεις μεταξύ συμβούλων και παρατρεχάμενων; Δεν θα πρέπει να απορρίψουμε εντελώς την επίδραση των δύο αυτών παραγόντων. Σίγουρα, οι τεράστιες απώλειες που κατέγραψαν οι χρηματαγορές επηρέασαν τη σκέψη και τον τρόπο πλαισίωσης των εν λόγω αποφάσεων περί δασμών, με την παραδοχή, για παράδειγμα, από τον Τραμπ ότι, ναι, θα υπάρχει κόστος για την Αμερικανική κοινωνία, αλλά θα είναι μικρό και διαχειρίσιμο. Επίσης, οι διαφορετικές απόψεις για το βαθμό και την ένταση επιβολής του κύματος νέο-προστατευτισμού μεταξύ προσώπων-κλειδιά στο οικονομικό επιτελείο του Προέδρου, όπως ο Υπουργός Οικονομικών, Σκοτ Μπέσεντ, και ο πρόεδρος του Οικονομικού Συμβουλίου, Στίβεν Μίραν, υπάρχουν, οπότε είναι λογικό να υπάρχουν διαφοροποιήσεις και ανατροπές ανάλογα με την επικρατούσα ανά περίπτωση άποψη.

Ωστόσο, αυτό που είναι σημαντικό να γίνει αντιληπτό, με την ολοκλήρωση των πρώτων εκατό ημερών, είναι το ευρύτερο στρατηγικό σχέδιο και ο τρόπος θεώρησης του διεθνούς συστήματος από τον Τραμπ και το επιτελείο του. Πολύ απλά, εκτιμούν ότι οι ΗΠΑ πληρώνουν διαχρονικά ένα μεγάλο τίμημα για την παροχή δύο βασικών δημόσιων αγαθών: πρώτον, μια ομπρέλα ασφαλείας προς τον Δυτικό κόσμο γενικά, που χρονολογείται από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου μέχρι σήμερα, και δεύτερον, την ομαλή λειτουργία του εμπορικού και χρηματοπιστωτικού συστήματος, κυρίως μέσω του δολαρίου και των αποθεματικών περιουσιακών στοιχείων των αμερικανικών κρατικών τίτλων. Το πρώτο επιβαρύνει δυσανάλογα τον προϋπολογισμό των ΗΠΑ και το δεύτερο δημιουργεί νομισματικές στρεβλώσεις, καθώς η αποθεματική λειτουργία του δολαρίου έχει επιφέρει την ανατίμησή του, συμβάλλοντας -μεταξύ άλλων- στα δυσθεώρητα ελλείματα στο αμερικανικό ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών αγαθών (αλλά όχι υπηρεσιών). Ως αποτέλεσμα, στο μυαλό των ιθυνόντων, οι ΗΠΑ και οι Αμερικανοί πολίτες πληρώνουν ακριβό τίμημα για την ευημερία όχι μόνο τη δική τους αλλά και του υπόλοιπου κόσμου. Η αναζήτηση δικαιότερου επιμερισμού του κόστους αυτού αποτελεί τη βασική λογική που διέπει τις κεντρικές αποφάσεις της κυβέρνησης Τραμπ, σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο.

Σε πολιτικό επίπεδο, οι πιέσεις προς τους Ευρωπαίους και λοιπούς εταίρους να αυξήσουν τις αμυντικές τους δυνάμεις έχουν αυξηθεί κατακόρυφα. Υπό την απειλή αμερικανικής αποχώρησης από την Ευρώπη και κατάρρευσης της ευρύτερης αρχιτεκτονικής ασφαλείας όπως την γνωρίζουμε μεταπολεμικά, οι ΗΠΑ ζητούν από τα κράτη-μέλη της ΕΕ να εξοπλιστούν. Ταυτόχρονα, βέβαια, εκφράζουν τη δυσθυμία τους σε οποιαδήποτε νύξη ουσιαστικής στρατηγικής αυτονομίας της Ευρώπης, μέσω ενίσχυσης και ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας. Το ζητούμενο είναι απλό, να παραμείνει η πίτα ολάκερη αλλά και ο σκύλος χορτάτος. Με άλλα λόγια, να ενισχύσουν οι Ευρωπαίοι την αποτρεπτική τους δυνατότητα, επωμιζόμενοι μέρος του υψηλού κόστους της υφισταμένης ομπρέλας ασφαλείας, αλλά εξακολουθώντας να προμηθεύονται νέα οπλικά συστήματα από τις ΗΠΑ. Ευρωπαϊκή άμυνα, made in USA, με τα αντίστοιχα οικονομικά οφέλη, προφανώς, για το αμερικανικό στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα.

Σε οικονομικό και εμπορικό επίπεδο, οι υψηλοί δασμοί είναι κατ’ εξοχήν έκφραση της συναλλακτικής προσέγγισης του Τραμπ. Αν είχαν επιβληθεί ανά τομέα και χώρα διαφορετικά, με εξειδίκευση και μελέτη της εκάστοτε δυναμικής των επιμέρους εμπορικών σχέσεων και διαδράσεων, θα μπορούσε να γίνει, ίσως, μια συζήτηση για το οικονομικό αποτύπωμά τους και το αν τελικά θα ωφελούσαν και σε ποιο βαθμό την αμερικανική οικονομία. Ο οριζόντιος τρόπος, ωστόσο, με τον οποίο σχεδιάστηκαν και (δεν) εφαρμόζονται, υποδηλώνει ότι πρόκειται καθαρά για ένα διαπραγματευτικό εργαλείο, το οποίο αποσκοπεί αλλού: στην επαναχάραξη του παγκόσμιου οικονομικού και εμπορικού συστήματος με δικαιότερο – κατά την άποψη του Τραμπ- τρόπο, χρησιμοποιώντας τον επαπειλούμενο εμπορικό πόλεμο ως μοχλό πίεσης προς τα υπόλοιπα κράτη, ανάμεσα στα αλλά και για μια μεγάλη μελλοντική αναδιάρθρωση του αμερικανικού χρέους. Όσες αμφιβολίες κι αν υπάρχουν για την οικονομική λογική ή την πολιτική εφικτότητα του εν λόγω σχεδίου –και υπάρχουν πολλές- δεν παύει να αποτελεί ένα βασικό σχέδιο στρατηγικής που επιτρέπει μια πιο ολιστική θεώρηση των αποφάσεων του Προέδρου.

Οι αντιδράσεις, κυρίως από την Κίνα, την Ευρώπη και αλλού, θα δείξουν αν το σχέδιο αυτό μπορεί να υλοποιηθεί, σε τι βάθος χρόνου και με τι κόστος τόσο για την αμερικανική και παγκόσμια οικονομία και κοινωνία όσο και για τη σταθερότητα και βιωσιμότητα του διεθνούς συστήματος, όπως το γνωρίζουμε. Τις πρώτες εκατό μέρες, επομένως, του Τραμπ στην εξουσία φαίνεται να ξεκαθαρίζει το τοπίο ως προς τις ευρύτερες επιδιώξεις του. Οι επόμενες εκατό θα μας δώσουν μια εικόνα της επιμονής και στοχοπροσήλωσής του σε αυτές αλλά και πιθανώς ενδείξεις για τις αντιδράσεις του σε περίπτωση μη ευνοϊκών προς τις επιδιώξεις αυτές εξελίξεων.

Ο Σπύρος Μπλαβούκος είναι Καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και Επικεφαλής Ευρωπαϊκού Προγράμματος Αριάν Κοντέλλη, ΕΛΙΑΜΕΠ

Πηγή: tovima.gr

Back to top button
Our site uses cookies to improve your browsing experience and provide you with personalized content. By continuing to use our site, you agree to our cookie policy.