Γράφει η Ειρήνη Σαμπατακάκη
«Κάνε κάτι που αγαπάς, και δεν θα χρειαστεί να δουλέψεις ούτε μια μέρα στη ζωή σου» αναφέρει ένα ρητό που αποδίδεται – μάλλον λανθασμένα – στον Κομφούκιο. (Η μόνη διαφορά τού αν το είπε ή όχι ο κινέζος φιλόσοφος είναι στους δασμούς που θα πρέπει να πληρώνει όποιος χρησιμοποιεί τη φράση στις ΗΠΑ.)
Θυμάμαι ακόμη τις μακρινές εποχές (τόσο παλιά που δεν υπήρχε το λειτούργημα του influencer) που, πιτσιρίκια γαρ, ονειρευόμασταν τι θα γίνουμε όταν μεγαλώσουμε. Η μία ήθελε να γίνει γιατρός, ο άλλος αστροναύτης, η τρίτη δικαστίνα, ο παράλλος επαγγελματίας αθλητής.
Τώρα, με αρκετές δεκαετίες να έχουν περάσει και με το σενάριο της συνταξιοδότησης να παραπέμπει σε ταινία του Βέντερς («Τόσο μακριά, τόσο κοντά»), ομολογώ ότι η στοχοθεσία μου έχει αλλάξει. Με τους μισούς γνωστούς μου να παίρνουν ζάναξ ή χάπια για την πίεση, νομίζω ότι το επάγγελμα που θα φαντασιωνόμουν τώρα θα ήταν αυτό της βιβλιοθηκονόμου. Με όλον τον σεβασμό στους βιβλιοθηκονόμους (που σίγουρα και η δική τους καθημερινότητα θα έχει τις απαιτήσεις και τις παγίδες της – ειδικά με την εισβολή της τεχνολογίας), τους φαντάζομαι σε ένα περιβάλλον ηρεμίας, που το ύψιστο διακύβευμα είναι η διατήρηση της ησυχίας. Και τους ζηλεύω.
Βέβαια, πρέπει να αναγνωρίσω ότι πιθανότατα αφορά ανθρώπους που δεν έχουν ανεπτυγμένη την έννοια της φιλοδοξίας. Ή – σωστότερα – που φιλοδοξία τους είναι ένας ήρεμος τρόπος να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους. Και, ναι, σίγουρα καμία και κανένας δεν θα χαρακτηριστεί ποτέ «Μαρί Κιουρί» ή «Μπετόβεν» της βιβλιοθηκονομίας.
Τα χειρότερα
Αλλά τι είναι το απόλυτα χειρότερο που μπορεί να συμβεί σε οποιαδήποτε βιβλιοθήκη; Φαντάζομαι να σου πέσει σάλτσα από το σάντουιτς πάνω σε αντίτυπο από την αυθεντική Βίβλο του Γουτεμβέργιου. Ναι, δεν είναι ακριβώς λίγο, αλλά δεν είναι σαν να χάνεις τον ασθενή σου στο χειρουργικό τραπέζι, σαν να στέλνεις έναν αθώο στη φυλακή επειδή παρέβλεψες κάποιο στοιχείο, σαν να χάνεις το τελευταίο σουτ που κρίνει το πρωτάθλημα, σαν να απολύεις 100 υπαλλήλους σε ένα τριήμερο. Εκτός κι αν είσαι ο βιβλιοθηκάριος στο «Ονομα του Ρόδου» και πρέπει να εξοντώσεις το μισό μοναστήρι. Αλλά ποια η πιθανότητα;
Ως βιβλιοθηκονόμος, λοιπόν, έχεις το δικαίωμα να ισχυρίζεσαι ότι η δουλειά δεν είναι ντροπή. Θα κάνεις ό,τι καλύτερο μπορείς, θα εξυπηρετήσεις ανθρώπους. Στο τσακίρ κέφι θα αφήσεις το στίγμα σου οργανώνοντας τον χώρο εργασίας σου με τον καλύτερο τρόπο που έχει δει ποτέ κανείς. Ολοι χαρούμενοι.
Πράγμα που δεν μπορούν να ισχυριστούν διάφοροι άλλοι σε άλλα επαγγέλματα. Τι να πεις για τον συνάδελφο που δήλωσε ότι «καλύτερα νεκρός παρά σε καροτσάκι». Τι να πεις για τον εισαγγελέα σε υπόθεση βιασμού που υποστήριξε ότι «κάτι έχει προηγηθεί για να έρθει ο άνδρας σε στύση». Τι να πεις για τους υπαίτιους της τραγωδίας στα Τέμπη – όπου κι αν αποδίδεις την ευθύνη – και τι να πεις για τους ανθρώπους που ορίζουν την «προστασία του πολίτη» ως ευκαιρία να πνίξουν στα χημικά χαροκαμένους συγγενείς και φίλους, καθώς και εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες που τους συμπαραστάθηκαν.
Ειδική μνεία στους αστυνομικούς που κατάφεραν να συλλάβουν επιζώντα της τραγωδίας. Αν και δεν είναι το ίδιο τραγελαφικό όσο μια παλαιότερη σύλληψη, εκείνη λιγοστών φεμινιστριών που έκαναν συμβολική διαμαρτυρία με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών. Και για να δέσει ωραία το γλυκό, τι να πει κανείς για τους συναδέλφους που αναγκάστηκαν να αναπαραγάγουν τη συγγνώμη του κ. Χρυσοχοΐδη ενώ είχαν αποσιωπήσει το περιστατικό για το οποίο δόθηκε.
Τελικά, συχνά, συχνότατα η δουλειά είναι ντροπή. Αλλά και τότε δεν φταίει το επάγγελμα, φταίει ο επαγγελματίας.
Πηγή: tovima.gr