Γράφει ο Πάνος Λουκάκος
Από μπασκετική άποψη, ήταν μάλλον ο καλύτερος δυνατός αντίπαλος.
Είναι ο Αλέξης Τσίπρας το κεντρικό πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει η Νέα Δημοκρατία και προσωπικά ο πρωθυπουργός εν όψει των προσεχών εκλογών;
Μάλλον όχι. Διότι άλλα είναι τα μεγάλα προβλήματα με τα οποία βρίσκονται σήμερα αντιμέτωποι. Ορισμένα από αυτά αφορούν εσωτερικές εξελίξεις στην Ελλάδα. Aλλα -και ίσως τα περισσότερα και σημαντικότερα- αφορούν τις γεωπολιτικές εξελίξεις στον διεθνή περίγυρο της χώρας, αλλά και τις νέες πολιτικές τάσεις των εκλογικών σωμάτων που κυριαρχούν πλέον σε Αμερική και Ευρώπη.
Εις ό,τι αφορά τις εσωτερικές εξελίξεις, όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν τη Νέα Δημοκρατία να κινείται μακράν των ποσοστών της αυτοδυναμίας, με ποσοστά κάτω του 30%. Παράλληλα, όμως, δεν είναι αντιμέτωπη με σοβαρό κομματικό αντίπαλο, καθώς κανένα κόμμα δεν κινείται σε επίπεδα άνω του 15%.
Eτσι, η πραγματική αντιπολίτευση για την κυβερνητική παράταξη δεν βρίσκεται στο Κοινοβούλιο, αλλά στο κοινωνικό σύνολο, στο οποίο όλες οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις ανιχνεύουν αισθήματα απογοήτευσης, διαμαρτυρίας, οργής και αγανάκτησης σχετικά με την καθημερινότητά του. Κύριος αντίπαλος του Κυριάκου Μητσοτάκη, δηλαδή, δεν είναι τα κόμματα και τα αποκόμματα της Ακροδεξιάς ή της Αριστεράς, αλλά οι συνθήκες της καθημερινότητας του μέσου πολίτη. Η ακρίβεια, η διαρκής μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος, η υπερφορολόγηση, ο αυξημένος ΦΠΑ και οι ποικίλες έκτακτες εισφορές, η ανεξέλεγκτη κερδοσκοπία των καρτέλ και των ολιγοπωλίων στο εμπόριο, στην ενέργεια, στις τηλεπικοινωνίες, στο σπάταλο, ακριβό, δυσλειτουργικό και κατά περίπτωση βαθύτατα διεφθαρμένο Ελληνικό Δημόσιο. Μπορεί οι μακροοικονομικοί δείκτες να είναι εξαιρετικά θετικοί, μπορεί οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης να επαινούν σταθερά τη κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό για τις επιδόσεις τους, αλλά ούτε οι οικονομικοί δείκτες ούτε οι οίκοι αξιολόγησης ψηφίζουν.
Εις ό,τι αφορά τον διεθνή περίγυρο της χώρας, τα πράγματα είναι ακόμη πιο σύνθετα. Οχι μόνο διότι εκτυλίσσονται δύο πόλεμοι βόρεια και νότια της Ελλάδας (στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή), αλλά και επειδή οι εξελίξεις των τελευταίων μηνών, μετά την εκλογή Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες, έχουν ενισχύσει όλες τις αναθεωρητικές δυνάμεις του πλανήτη και μεταξύ αυτών -προεχόντως εις ό,τι μας αφορά- και την Τουρκία του Ερντογάν.
Η Ελλάδα στήριξε μεταπολιτευτικά όλη την εξωτερική πολιτική της στο Διεθνές Δίκαιο, στη διπλωματία, στους διεθνείς οργανισμούς και την Ευρωπαϊκή Ενωση. Σήμερα αποδεικνύεται ότι όλα αυτά δεν έχουν πραγματική ισχύ και ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι ανίσχυρη να προστατεύσει ακόμη και τον ίδιο τον εαυτό της. Κατά συνέπεια, αποτελεί μονόδρομο για την Ελλάδα ο επανασχεδιασμός και αναπροσανατολισμός της αμυντικής και εξωτερικής πολιτικής, με στόχο την αποτελεσματική αντιμετώπιση με ίδια πλέον μέσα τυχόν απειλών από την αντιπέρα όχθη του Αιγαίου. Ευτυχώς έχουν γίνει σημαντικά βήματα για την ανασυγκρότηση των Ενόπλων Δυνάμεων και τα εξοπλιστικά προγράμματα επί των ημερών αυτής της κυβέρνησης.
Μεγάλες είναι οι αλλαγές και σε σχέση με την εκλογική συμπεριφορά των κοινωνιών σε Αμερική και Ευρώπη. Δεν είναι μόνο η επανεκλογή για δεύτερη φορά του αλλοπρόσαλλου Αμερικανού προέδρου. Είναι και η καταρρέουσα κυβέρνηση Μπαϊρού στη Γαλλία με επτά στους δέκα Γάλλους να ζητούν παραίτηση του Μακρόν και τον Εθνικό Συναγερμό της Μαρίν Λεπέν να είναι σταθερά πρώτο κόμμα σε όλες τις δημοσκοπήσεις. Είναι και η ραγδαία πτώση του Φρίντριχ Μερτς στη Γερμανία, με το ακροδεξιό και νεοναζιστικών καταβολών AfD να είναι επίσης πρώτο κόμμα στις δημοσκοπήσεις. Είναι και η παραπαίουσα κυβέρνηση του Κιρ Στάρμερ στην Αγγλία με το επίσης ακροδεξιό κόμμα του Νάιτζελ Φαράτζ να έχει ήδη διψήφιο προβάδισμα έναντι του Εργατικού και του Συντηρητικού κόμματος. Και στις τρεις αυτές περιπτώσεις τα ακροδεξιά κόμματα έχουν την αμέριστη πολιτική και ενδεχομένως και οικονομική στήριξη του συστήματος Τραμπ, που εξαπλώνεται με ταχείς ρυθμούς και στην Ευρώπη μέσω τοπικών αντιπροσώπων.
Στην Ιταλία η Τζόρτζια Μελόνι είναι η πρώτη ακροδεξιά πρωθυπουργός στη χώρα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στην Ουγγαρία ο Ορμπαν είναι ο ευπειθέστερος εκτελεστής εντολών του Τραμπ εντός των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Τα ρεύματα αυτά θα φτάσουν κάποια ώρα και στην Ελλάδα.
Προς το παρόν, όλες οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις φανερώνουν μείωση των ποσοστών της Νέας Δημοκρατίας, χωρίς όμως να προστίθεται η μείωση αυτή στα ποσοστά των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Κατευθύνεται σε μεγάλο βαθμό στη λεγόμενη γκρίζα ζώνη και κυρίως στην αποχή. Δεν είναι νέο το φαινόμενο. Στις εκλογές του Ιουνίου 2023 η αποχή είχε φτάσει στο 47%, του Μαΐου 2023 στο 39%, του Ιουλίου 2019 στο 42% και του Σεπτεμβρίου 2015 στο 44%.
Αυτές είναι οι δυνάμεις που καλείται να αντιμετωπίσει σήμερα η κυβέρνηση: τη δυσαρέσκεια του εκλογικού σώματος, τις διεθνείς εξελίξεις και την αποστασιοποίηση των πολιτών από την πολιτική διά της αποχής. Και ασφαλώς όχι το υπό εκκόλαψη κόμμα Τσίπρα. Αυτό θα αφαιρέσει κάποια ποσοστά από τα αποκόμματα της Αριστεράς, αλλά όχι και από τη Νέα Δημοκρατία. Η κυβερνητική παράταξη, αντίθετα, μπορεί να ευνοηθεί καθώς η παρουσία Τσίπρα ως αρχηγού κόμματος θα τη διευκολύνει σε μια αναβίωση του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου στον κεντρώο χώρο. Το παρελθόν άλλωστε είναι ακόμη πολύ πρόσφατο.
Πηγή: protothema.gr