Πόλωση για χάρη του Κέντρου;

Γράφει η Φώφη Γιωτάκη

Δεν είναι η πρώτη φορά που η πολιτική αντιπαράθεση εξελίσσεται με επιλεγμένο σημείο αναφοράς των αντικρουόμενων πλευρών το χώρο του Κέντρου. Η ένταση της μάχης υποχωρεί όταν υπάρχει αδιαφιλονίκητος πρώτος παίκτης και επιστρέφει συνήθως όταν τουλάχιστον δύο παίκτες διεκδικούν την επικράτησή τους στο χώρο
Το Κέντρο, σύμφωνα με τους δημοσκόπους, είναι περίπου ένα 15% του εκλογικού σώματος στη χώρα μας. Το ποσοστό δεν είναι ηγεμονικό, αλλά είναι καταλυτικό. Αυτοί που αυτοπροσδιορίζονται ως κεντρώοι ψηφοφόροι, συνήθως ρίχνουν το βάρος τους υπέρ εκείνου που φαντάζει ως η καταλληλότερη επιλογή για την διακυβέρνηση της χώρας – και με την έννοια αυτή, ανεβάζουν και κατεβάζουν κυβερνήσεις. Αρκεί βέβαια να μην απηυδήσουν από την πόλωση και να πάνε να ψηφίσουν την ώρα της κάλπης.

Σε αυτή τη φάση τα κόμματα που διεκδικούν καλό πέρασμα στο χώρο του Κέντρου γνωρίζουν ότι είναι πολύ μακριά και ταυτόχρονα πολύ κοντά στις επόμενες κάλπες, όπου ο σχηματισμός κυβέρνησης θα περάσει (όπως δείχνουν πρόσφατα γκάλοπ) καταρχάς από τους συσχετισμούς που θα προκύψουν αλλά θα κριθεί ενδεχομένως από τη διύλιση των διλημμάτων στο χώρο του Κέντρου. Όσο και να μην το ομολογούν πολιτικές δυνάμεις είναι συνθήκη που δύσκολα θα αποφύγουν. Η Νέα Δημοκρατία ανεβάζει τελευταίως ταχύτητα για να περάσει (και περνάει σε δυο δημοσκοπήσεις) το όριο του 30% – δηλαδή για να βρεθεί στην εκτίμηση ψήφου πάνω από το ποσοστό των ευρωεκλογών, αλλά δεν καταφέρνει επί του παρόντος να πετύχει «απόλυτη» κυριαρχία στους Κεντρώους ψηφοφόρους- παρακολουθούν ξανά τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες αλλά στέκονται διερευνητικά, αναμένοντας την περιγραφή της γενικότερης εικόνας και απτά αποτελέσματα στους τομείς που κυρίως τους ενδιαφέρουν. Η μεσαία τάξη κατέβηκε στα συλλαλητήρια για τα Τέμπη καταθέτοντας μαζί με άλλους ένα πάνδημο αίτημα για σοβαρές αλλαγές στο Κράτος, για ασφαλείς σιδηροδρόμους, για απόδοση δικαιοσύνης, αλλά και για την αντιμετώπιση της ακρίβειας με την ενίσχυση της αγοραστικής της δύναμης και κυρίως της προοπτικής απεγκλωβισμού από ένα καθεστώς χαμηλών προσδοκιών που αφορά στη ζωή και των παιδιών της.

Στις εκλογές του 2019, η Νέα Δημοκρατία θριάμβευσε, με το σύνθημα «να φύγει ο Τσίπρας». Τότε, οι κεντρώοι ψηφοφόροι είχαν στηρίξει αποφασιστικά τον Κυριάκο Μητσοτάκη, επιδιώκοντας, ακριβώς ή μάλλον αυτό, που επαγγελλόταν η ΝΔ – να τερματιστεί η διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Το ΠΑΣΟΚ, που είχε ανέβει απλώς από το 4,7% στο 8,1% προφανώς δεν μπορούσε να ελπίζει σε κάτι καλύτερο – οι ψηφοφόροι που είχαν οδηγήσει το ΠΑΣΟΚ υπό τον Κώστα Σημίτη δύο φορές στο Μέγαρο Μαξίμου, είχαν μοιραστεί μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ και οι επιστροφές στο ΠΑΣΟΚ ήταν μετρημένες. Οι «εκσυγχρονιστές» ψηφοφόροι – οι κεντρώοι, στην καθομιλουμένη – είχαν τότε ακολουθήσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Δεν ήταν μόνοι – τους ακολούθησε μεγάλο ποσοστό εκείνων που είχαν ψηφίσει Τσίπρα τρεις φορές το 2015, δύο σε εκλογές και μία στο περιβόητο δημοψήφισμα.

Στις διπλές εκλογές του 2023 η Νέα Δημοκρατία με το κεντρικό αφήγημά της στόχευε και «επένδυε» αναμφίβολα στα ευρύτερα κοινά για να διατηρήσει την πολιτική κυριαρχία στο πολιτικό σκηνικό και να εξασφαλίσει τη βάση για το σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησης. Το επιχείρησε και το πέτυχε με άνεση, αξιοποιώντας εκ νέου την ισχυρή πρόσβαση και πρόσδεση στο χώρο του Κέντρου. Στις ευρωεκλογές, όπου έχασε περίπου 13 ποσοστιαίες μονάδες (ένα χρόνο μετά), αυτή η σχέση με τους Κεντρώους δεν απέδωσε όσα θα ήθελε η κυβερνητική παράταξη- αντιμετωπίστηκε τουλάχιστον επικριτικά από το χώρο του Κέντρου, οι ψηφοφόροι του οποίου παραμένοντας ιδιαιτέρως απαιτητικοί άρχισαν να παρατηρούν με ενδιαφέρον την κινητικότητα στον πολιτικό χάρτη. Από τον περασμένο Οκτώβριο μέχρι το Δεκέμβριο το ΠΑΣΟΚ κατακτώντας μια πιο «άνετη» πρόσβαση στο Κέντρο (αλλά και στους απογοητευμένους του κατακερματισμένου ΣΥΡΙΖΑ) ήταν δημοσκοπικά δεύτερη δύναμη – και μάλιστα με διαφορά που την μία οριακά μονοψήφια, την άλλη οριακά διψήφια από τη Νέα Δημοκρατία. Σε δύο δε δημοσκοπήσεις τον περασμένο Δεκέμβρη ήταν πρώτη δύναμη στον χώρο του Κέντρου – δηλαδή ανάμεσα σε εκείνους που αυτοπροσδιορίζονται ως κεντρώοι ψηφοφόροι. Άρα; Μπορούσε τότε να υποστηρίξει κάποιος ότι έκανε το πρώτο βήμα για να καταστεί τ σοβαρή εναλλακτική λύση απέναντι στη Νέα Δημοκρατία; Η πιο ρεαλιστική απάντηση ήταν το «ίσως» – ούτε το «ναι», ούτε το «όχι». Η επόμενη πορεία του και η εικόνα του περνώντας μέσα από τα συλλαλητήρια και το κλίμα για τα Τέμπη έδειξε ότι το ΠΑΣΟΚ δυσκολεύεται να εξασφαλίσει δυνατή πρόσβαση στις αναγκαίες για ην ενίσχυσή του δεξαμενές ψηφοφόρων- άρχισε να χάνει ψηφοφόρους του Κέντρου αλλά και άλλους που στη συνέχεια εκτίναξαν τα ποσοστά της Ζωής Κωνσταντοπούλου. Το γεγονός ότι η Χαριλάου Τρικούπη κατέβηκε με κοινή πρόταση δυσπιστίας που υπέγραψε και η Πλεύση Ελευθερίας ήταν μία κίνηση με την οποία διαφώνησαν ανοιχτά αρκετά στελέχη- ακόμη και βουλευτές- του ΠΑΣΟΚ, εκτιμώντας ότι το κόμμα τους «σέρνεται» στο πεδίο των τοξικών κραυγών, ενώ προσπαθεί, όπως συνήθως, να ασκεί σοβαρή αντιπολίτευση.

Η Νέα Δημοκρατία πάλι με την άνοδο της Πλεύσης Ελευθερίας δεν μπορεί παρά να διέκρινε ένα νέο «αριστερό μπαμπούλα», ώστε μέσω των συγκρούσεων να ανεβάσει τη γαλάζια συσπείρωση. Οι δημοσκόποι και οι ειδικοί αναλυτές δεν μπορούν να προβλέψουν –εκτός από το ότι η Νέα Δημοκρατία θα διατηρήσει ασφαλές προβάδισμα- τα ποσοστά της Πλεύσης Ελευθερίας στην τελική ευθεία προς τις εκλογές. Αρκετοί επίσης, παρότι βλέπουν το ΠΑΣΟΚ ότι εγκλωβίζεται στις χαμηλές πτήσεις, δεν αποκλείουν να κλειδώσει όσο περνάει ο χρόνος τη δεύτερη θέση- αρκεί, όπως τονίζουν, στελέχη της πρώτης γραμμής (όπως η Άννα Διαμαντοπούλου) να επικαιροποιήσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη σχέση της με αυτή την πολύτιμη δεξαμενή ψηφοφόρων, γνωρίζοντας βέβαια ότι το παιχνίδι θα κριθεί και στην απήχηση του ΠΑΣΟΚ στο χώρο της κεντροαριστεράς.

Δεν είναι τυχαία η πόλωση που επιχειρείται να δημιουργηθεί μεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ με αφορμή το νέο πόρισμα για τα Τέμπη- ούτε πρόκειται να μείνει μόνο στο πεδίο αυτών των δύο κομμάτων. Η Νέα Δημοκρατία έχει κάθε λόγο να ανεβοκατεβάζει την πόλωση επιλέγοντας διαφορετικό αντίπαλο κάθε φορά για να συσπειρώνει τα διαφορετικά κοινά που την ψηφίζουν, αλλά είναι πασιφανές ότι ετοιμάζεται να δώσει την κεντρική μάχη στο Κέντρο (εκεί όπου και η Πλεύση Ελευθερίας αρχίζει και κερδίζει πόντους). Τον Δεκέμβριο κατηγορούσε το ΠΑΣΟΚ για «πράσινο ΣΥΡΙΖΑ», σήμερα ως «ουρά της Ζωής Κωνσταντοπούλου», αξιοποιώντας τα κενά στο αφήγημα του ΠΑΣΟΚ. Σε κάθε περίπτωση οι κινήσεις το Σεπτέμβριο με φόντο και τη ΔΕΘ θα αρχίσουν να αναδεικνύουν νικητές και ηττημένους σε αυτή τη μάχη….

Πηγή: protothema.gr

Back to top button
Our site uses cookies to improve your browsing experience and provide you with personalized content. By continuing to use our site, you agree to our cookie policy.