Γράφει η Ειρήνη Σαμπατακάκη
Είναι εντυπωσιακό πόσο εύκολα συνηθίζουμε ως άνθρωποι κάποιες κομβικές αλλαγές στην καθημερινότητά μας. Συνθήκες και συνήθειες ετών ενδέχεται να ανατραπούν από μια πολιτική απόφαση, εν μία νυκτί (συχνά και σε πείσμα της κοινής γνώμης), αλλά την επομένη θα ανατείλει και πάλι ο Ήλιος κι εμείς θα συνεχίσουμε να ψάχνουμε μια θέση κάτω από αυτόν.
Αφορμή για αυτές τις σκέψεις είναι και ο ίδιος ο Ήλιος, για την ακρίβεια το πρόσφατο θερινό ηλιοστάσιο. Για άλλη μια χρονιά, το υποδέχθηκα με χαρά. Όχι τόσο γιατί ήρθε και επίσημα το καλοκαίρι – δε θα μου το επέτρεπε η σκέψη ότι μπορεί να διαβάζετε αυτές τις γραμμές χωρίς κλιματισμό – αλλά γιατί επιτέλους άρχισε να μικραίνει η μέρα. Μοιάζει παράδοξο, αλλά είναι πραγματικό: η πιο αγαπητή εποχή του χρόνου είναι αυτή στην οποία αρχίζει η «παρακμή» της μέρας και η επέκταση της νύχτας.
Προς τι η χαρά;, θα αναρωτηθείτε με το δίκιο σας. Μα ακριβώς γι’ αυτό: καλό το φως του Ήλιου, αλλά το να το βλέπεις στις 6 το πρωί είναι μια ανοίκεια εμπειρία. Πόσο μάλλον όταν συνεχίζει να φωτίζει μέχρι τις 9 το βράδυ. Σίγουρα δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι, αλλά ποτέ δεν κατάλαβα γιατί θεωρείται πιο φυσιολογική η αγάπη της φωταψίας.
Τα ξανασκέφτομαι, λοιπόν, αυτά, βλέποντας ότι ήταν μια μέρα σαν σήμερα, στις 2 Ιουλίου του 1932, που έγινε η πρώτη προσπάθεια για την καθιέρωση της θερινής ώρας στη χώρα μας. Η ιδέα της εξοικονόμησης ενέργειας, κατά τις πρωινές ώρες, όταν και οι περισσότεροι πολίτες πηγαίνουν στη δουλειά τους, έρχεται (αναμενόμενα) από τις ΗΠΑ. O υπολογισμός του κέρδους που θα προέκυπτε από τη μείωση της χρήσης φανοδοτών στους δρόμους, κρίθηκε ικανοποιητικό κίνητρο.
H αρχική εφαρμογή του μέτρου στην Ελλάδα, βέβαια, δε στέφθηκε με επιτυχία. Μετά την αντίδραση από τον κόσμο – και κυρίως από τους αγρότες, που είχαν μια φυσική σχέση με τον κύκλο της ημέρας – το σχέδιο εγκαταλείφθηκε γρήγορα. Ώσπου επανήλθε, για να μείνει οριστικά αυτή τη φορά, μετά τη Μεταπολίτευση. Ήταν τότε, βλέπετε, που η χώρα αποφάσισε να ακολουθήσει μια απαρέγκλιτη ευρωπαϊκή τροχιά, ακόμα και στις λεπτομέρειες, ενώ σίγουρα βοήθησε και η επέλαση της αστυφιλίας σε σχέση με τέσσερις δεκαετίες νωρίτερα.
Ανάλογες σκέψεις κάνω και για ένα πιο σύγχρονο ζήτημα, την αυστηροποίηση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, που συνοδεύεται με μια αύξηση των ελέγχων. Πολλοί συμπολίτες μας γκρινιάζουν -αρκεί να κάνετε μια βόλτα στα καφέ και τα μπαρ- αποδίδοντας την αυστηροποίηση και την άγρα παραβατών στις ανάγκες του κράτους να γεμίσει τα ταμεία του. Φυσικά είναι και αυτή μια παράμετρος, αλλά είναι η μόνη;
Όπως και με τη φαινομενικά αθώα αλλαγή της ώρας, έτσι και με τον ΚΟΚ (ή παλαιότερα με την απαγόρευση του καπνίσματος σε κλειστούς χώρους), αυτό που νιώθει πρώτα το κάθε άτομο είναι ο έλεγχος μιας συνήθειας. Η χαλαρότητα στις απαγορεύσεις του παρκαρίσματος, η παραβίαση της απαγόρευσης εισόδου σε λεωφορειόδρομους, η χρήση ζώνης, τα ρούχα που φοράμε όταν οδηγούμε: λιγότερο ή περισσότερο είναι ένα ξεβόλεμα αυτό που αποτελεί την άμεση επίπτωση στην καθημερινότητα.
Αυτό το αρχικό βόλεμα όμως είναι το ίδιο το πρόβλημα. Είναι δυνατόν να μου καθορίζει το κράτος το πόσο φως θα βλέπω όταν ξυπνάω; σκέφτομαι. Ναι, απαντώ λίγο μετά. Γιατί αυτό που προξενεί σε μένα μια ενόχληση, αν το δούμε υπό το πρίσμα της συνολικής κοινωνικής οργάνωσης, εξοικονομεί πόρους που μπορούν δυνητικά να χρησιμοποιηθούν για το κοινό καλό.
Με τον ίδιο τρόπο η κλήση για την είσοδο στον λεωφορειόδρομο, όχι μόνο γεμίζει το κρατικό ταμείο, αλλά με αποτρέπει από το να εμποδίζω τη γρήγορη μετακίνηση των χιλιάδων συμπολιτών μου που πάνε στη δουλειά με τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς. Η δική μου μικρή καθυστέρηση είναι η έγκαιρη προσέλευση των πολλών. Κι αυτό είναι μάλλον κάτι που αξίζει την ταλαιπωρία και δικαιολογεί και την αλλαγή συνηθειών, που θα έπρεπε να είχαν αλλάξει προ πολλού…
Πηγή: tovima.gr